Saturday, December 18, 2010

Collected Works

Η εγκυκλοπαίδεια Δομή, επαυξημένη με όλες τις προσθήκες και τα παραρτήματα από το 2005 και εξής, βρίσκεται πλέον εκτός από το παλιό site (o Sraosha υπερβάλλει, έχουμε χτένες στη σπηλιά μας) και εδώ. Για να μας υπενθυμίζει παλιές αμαρτίες, την εμμονή του γραπτού και πόσο γρήγορα μπορούν να αλλάξουν κλίμα, συνθήκες και εποχή.

Wednesday, December 15, 2010

Past Safety



“We have elected our own place in the silences of history, with our weak lungs and our speech impediments and our rooms that were designed for something else”.

Διαβάζοντας κανείς σε ενδιαφέροντες καιρούς δεν μπορεί να αποφύγει να βλέπει στο παρελθόν τις απαρχές του σήμερα. Αν η έξωση από το κοινωνικό και συνακόλουθα από το πολιτικό σώμα είναι όντως η τάση της μετανεωτερικότητας, όπως θεωρεί ο Αντώνης Λιάκος, το εναρκτήριο λάκτισμα της αργής διαδικασίας ενσωμάτωσης που επικαλείται εγγράφεται στο ενεργητικό της Γαλλικής Επανάστασης. H Hilary Mantel στο A Place of Greater Safety βρίσκει ευφυώς τρόπο να κάνει κάτι εξαιρετικά δύσκολο ακόμη και για ξεσκολισμένους ιστορικούς: να περιγράψει τη στιγμή που τα πλήθη της νεωτερικότητας εισβάλλουν στο πολιτικό σκηνικό αιτούμενα κοινωνικού συμβολαίου, δίνοντας όλη την ενδεχομενικότητα των πραγμάτων, τη διαπλοκή των παραγόντων και την ασάφεια της τελικής έκβασης, κουβαριάζοντας όσα στα περισσότερα επιστημονικά έργα μοιάζουν καθαρά, κεχωρισμένα και εν τέλει αναπόφευκτα. Η λύση της, ενστικτώδης ή συνειδητή δεν έχει σημασία, είναι να δουλέψει σχεδόν αποκλειστικά μέσω της έκρηξης του μετασχηματιστικού χαρακτηριστικού της περιόδου: του λόγου. Στο κείμενό της οι πρωταγωνιστές μιλούν ακατάπαυστα, στις Συνελεύσεις, στα κλαμπ των Κορδελιέρων και των Ιακωβίνων, στην Κομμούνα, στις πλατείες, στις εφημερίδες, στις επισκέψεις, στα δείπνα, στα δικαστήρια, στη λαιμητόμο. O Danton μιλά ορμητικά, ο Desmoulins συναισθηματικά, ο Saint-Just με την ευαισθησία μηχανής, ο Robespierre συνθλίβεται μεταξύ αρετής και πολιτικής, τα έντυπα blog από τον Φίλο του Λαού ως τον Père Duchesne κραυγάζουν, τα ανώνυμα πρόσωπα προφέρουν συνθήματα. Και στη σταδιακή εκβολή τους από τη νέα μορφή κοινωνικής συμβίωσης που συγκροτούν, οι πρωταγωνιστές επιλέγουν διαφορετικούς απολογισμούς. Ο Camille Desmoulins κρατά για τον εαυτό του τη στιγμή που έσπασε η ιστορία το πόδι της και βρέθηκε να κάνει άλλα πράγματα από τα καθιερωμένα, με improbable πρωταγωνιστές, η Lucille Desmoulins την κοινή κατάληξη: χώμα, οστά, γρασίδι, ημερολόγια.

“With all the desperate passion in our heads and bodies, one day these walls will split, one day this house will fall down. There will be soil and bones and grass, and they will read our diaries to find out what we were”.

Tuesday, November 30, 2010

Translatio Imperii

(Scarlett, reading.)

Ο αναγνώστης είναι ένα άτιμο και απαιτητικό πλάσμα. Το τελευταίο πράγμα που πρόκειται να σκεφτεί ανοίγοντας ένα βιβλίο είναι το δράμα του ανθρώπου ο οποίος επιφορτίστηκε με το καθήκον να το πάρει από το λουρί και να το μεταφέρει από τη μια γλώσσα στην άλλη. Κάθε κείμενο τσινάει, μην το βλέπετε έτσι ήσυχο, σας κάνει τα γλυκά μάτια για να σας παραπλανήσει και να του δώσετε κονσέρβα. Ιδού με τι δράκοντες αναμετράται καθημερινά ο Αϊ-Γιώργης της απόδοσης. Οπωσδήποτε, μια πρώτη ματιά στον Aneurin Bevan είναι απογοητευτική για οποιονδήποτε καλόπιστο μεταφραστή – δικαιολογείται να αρχίσει να βρίζει συλλήβδην τους Ουαλούς και την Ουαλία ολάκερη. Τι πιο απλό από το να εμπιστευτεί το αλάνθαστο ένστικτό του, να τον χρίσει «Ανουερίν» για να θυμίζει και Lord of the Rings και να πάει παρακάτω; Μια βόλτα ωστόσο ως τη Wikipedia θα έλυνε διά της φωνητικής γραφής το πρόβλημα – αν και το «Έναϊριν» μάλλον αποτελούσε πρόκληση και για τους συναδέλφους του Εργατικούς της κυβέρνησης Attlee που αρκούνταν στο να τον αποκαλούν «Nye». Κάτι που δεν συμβαίνει με τον κάθε «Λίγουελιν», ο οποίος είναι ένας τυπικός Ουαλλός «Λιουέλιν». Τουλάχιστον δεν πέθανε από το κακό του εξαιτίας του transliteration σε «Αλεξάντερ Χάιγκ», όπως εικάζω ότι συνέβη με τον Alexander Haig που απεβίωσε την άνοιξη στην ώριμη μα απογοητευμένη ηλικία των 85 – η Golda Meir είχε προλάβει πολύ προτού της αλλάξουν φύλο. «Βασιλιάς Φαντ» θα μπορούσε να γίνει ο Έλμερ Φαντ αν ποτέ ξεφορτωνόταν τον Μπαγκς Μπάνι, προς το παρόν ο Fahd της Σαουδικής Αραβικής εξακολουθεί να προφέρεται αραβικότατα «Φαχντ». Ενίοτε η αναγραφή των κύριων ονομάτων στα λατινικά μας προστατεύει και από το να ονομάζουμε τον Dean Acheson «Άκεσον» και να βαφτίζουμε τον Henry Morgenthau «Μόργκενθο». Ωστόσο, ακόμα κι αυτό το μέτρο δύσκολα θα εμποδίσει τον χαρακτηρισμό του Eisenhower ως «βαρύ καπνιστή» ή του Stalin ως «ιστριονικής προσωπικότητας». Το destroyer ως μάχιμη μονάδα δεν υφίσταται πλέον στο ελληνικό ναυτικό, αλλά όσο ακόμη επιχειρούσε ονομαζόταν «αντιτορπιλικό». Τα «ανεβαστικά και κατευναστικά» φοβάμαι πως αποδίδονται ως «ψυχοτονωτικά» και «ηρεμιστικά», διαφορετικά υποπίπτουμε στην κατηγορία «your bad weather». «Διπλωματία της σαΐτας» θα μπορούσε να είναι κάτι που κάναμε στο δημοτικό εν ώρα μαθήματος, σε καμία περίπτωση το “shuttle diplomacy”. Αγαπητέ David Owen, ξέρω ότι μετά από αυτό καταριέστε την ώρα και τη στιγμή που φύγατε από τους Εργατικούς.

Monday, November 22, 2010

Ghost Wars

Ξεκινώντας να διαβάζει κανείς τα Φαντάσματα του Εμφυλίου θα μπορούσε να πει πολλά – και ολοκληρώνοντάς τα ακόμη περισσότερα. Θα μπλεκόταν όμως αναπόφευκτα στη συνήθη ανακύκλωση ερωτηματικών αντωνυμιών (τι καθιστά αντικειμενική την αντικειμενικότητα, πόσο αναθεωρητικό είναι το «αναθεωρητικό ρεύμα», ποιος άρχισε τον Εμφύλιο) καταλήγοντας να παραβλέψει τα σημαντικότερα ίσως στοιχεία που αναδύονται από μόνα τους από το κείμενο, όντας πέραν της στόχευσης του ίδιου του συγγραφέα του. Για όποιον δεν προσέρχεται για πρώτη φορά στην απομνημονευματογραφία ή την ιστοριογραφία του Εμφυλίου, το συγκεκριμένο έργο έχει αξία όχι τόσο ως τεκμηρίωση της «κόκκινης τρομοκρατίας», ενδεικτική μελέτη της λειτουργίας του μηχανισμού των παραταξιακών επιλογών ή εκκαθάριση των προσωπικών λογαριασμών του ατόμου με την ιστορία όσο ως αφορμή αναστοχασμού από όπου προκύπτει ένα ερώτημα κι ένα συμπέρασμα για το ίδιο το πεδίο της έρευνας της περιόδου. Το ερώτημα είναι πόσο λειτουργικός αποδεικνύεται σήμερα ο διχασμός της προσφυγής σε ένα «δεξιό» αφήγημα για τις περιοχές που υπέστησαν τη βία της αριστεράς και σε ένα «αριστερό» αφήγημα για εκείνες που υπέστησαν τη βία της δεξιάς. Το συμπέρασμα απαντά στο ερώτημα, καθώς η επικρατούσα αίσθηση από την ανάγνωση των Φαντασμάτων είναι εκείνη της πλήρους διάρρηξης των κοινωνικών δεσμών, της υπέρβασης των κανόνων και της σε μεγάλο βαθμό εργαλειοποίησης πολιτικής και ιδεολογίας. Πέραν της μνήμης των μεν ή της δικαίωσης των δε, αυτό που κυρίως προκύπτει από το συγκεκριμένο case study / προσωπική αναζήτηση (και θολά και εν μέρει μόνο αναγνωρίζεται από τον συγγραφέα) είναι η σε τοπικό επίπεδο υπαγωγή των ιδεολογικών επιλογών σε έναν αγώνα διεκδίκησης εξουσίας, περιουσίας, προσωπικής ικανοποίησης και συλλογικής αναδιάταξης των συνιστωσών της ελληνικής πολιτείας και κοινωνίας προς μερικό όφελος. Η ανάδειξη των μηχανισμών της πόλωσης, των διαδικασιών κατά τις οποίες οι αμέτοχοι καθίστανται μέτοχοι και οι πράξεις αντεκδίκησης καθαγιάζονται, της εκ των υστέρων επένδυσης με πολιτικό μανδύα ποινικών αδικημάτων και της έντεχνης αποπολιτικοποίησης άλλων, της λογικής της κλιμάκωσης της έντασης και των κύκλων της βίας, της λειτουργίας του κλίματος της «επαγρύπνησης» και της «προδοσίας», της έκπτωσης τελικά των διακηρυσσόμενων ιδανικών αμφοτέρων των παρατάξεων και της κατά περίπτωση εργαλειακής τους χρήσης στο πλαίσιο μιας ευρύτερης κρίσης νομιμοποίησης, θα ήταν μια κατεύθυνση έρευνας που θα απέδιδε ακριβέστερα την πολυπλοκότητα των φαινομένων του Εμφυλίου σε σχέση με το finger-pointing περί γύρων, κόκκινης και λευκής τρομοκρατίας, «ορθοδόξων» και «αναθεωρητών» χριστιανών της ιστοριογραφίας. Εν τέλει, τα φαντάσματα της καθημερινότητας του Εμφυλίου οφείλουν να νοηθούν κάποτε ως φαντάσματα: μορφές με λιγότερο έντονο επίχρισμα από όσο τις ήθελαν οι στρατεύσεις του παρελθόντος, ασαφή περιγράμματα που οφείλουν να συμπληρωθούν.

Sunday, October 31, 2010

Asocial Network


Αν κάτι δεν με ικανοποίησε στο Social Network είναι το στερεοτυπικό cherchez la femme: πίσω από τον αυτιστικό άνδρα αναζητήστε τη the one that got away ιδανική γυναίκα. Θα μου πείτε βέβαια ότι δεν πρόκειται για το πρόσωπο αυτό καθαυτό αλλά για τη ματαιοδοξία ενός ανθρωπου και την ψυχαναγκαστική του ανάγκη να την προσωποποιήσει. Άλλωστε, σε αντίθεση με τα σχόλια όσων αντιλαμβάνονται μια μυθοπλασία (έστω και βασισμένη στις εκμυστηρεύσεις της μιας πλευράς των πραγματικών προσώπων) ως κινηματογραφική απόδοση της απόλυτης αλήθειας, από την «κρυφή ιστορία του Facebook» κρατάει κανείς μάλλον τις αγελαίες συμπεριφορές, την αδίστακτη επιχειρηματική λογική (χάριν της οποίας ακυρώνονται οι προσωπικές σχέσεις που όλως τυχαίως αποτελούν το επαγγελματικό αντικείμενο του πόθου) και την επένδυσή της ενίοτε με αμπελοφιλοσοφίες περί του διαδικτύου ως λυδίας λίθου της ανθρώπινης ύπαρξης. Χωρίς όλα αυτά να υποτιμούν την εξαιρετική σε βλέμματα, στάση και προσέγγιση ερμηνεία του Jesse Eisenberg ως evil twin του Mr. Spock: το καλύτερο twist της ταινίας είναι ότι το Facebook επινόησε ο τελευταίος των Βουλκάνιων.

Thursday, October 21, 2010

A Design for Life



Κάποτε ήταν η ρωσική πρωτοπορία. Τώρα εναπόκειται στην ΟΝΝΕΔ Oil (με σήμα τον Πήγασο) και σε άλλα ευρηματικά δείγματα αισθητικής καινοτομίας (το πουλί της Χούντας, ο λογότυπος της PALSO, η μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας της Q Telecom) να διαγκωνίζονται σε μια επίκαιρη αναζήτηση νοήματος και αξίας του συμβολικού κεφαλαίου χάριν του μέλλοντος της χρυσής ελληνικής νεολαίας.

Sunday, October 17, 2010

False flags



Πίσω από τα
φωνητικά του υπαρξιακού πολιτικού angst που ουδόλως προέβλεπε το 2006 την έλευση της οικονομικής ύφεσης ως ταιριαστού συνοδοιπόρου της κοινωνικής έκρηξης των κατά Sarkozy racailles, strangely Morriconeish ήχοι μοιάζουν να ζητούν τον Sergio Leone του 21ου αιώνα για μια λιγότερη επική και περισσότερο πραγματιστική απόδοση των αστικών αυτή τη φορά βιογραφιών ηττημένων, φτωχοδιαβόλων ή κυνηγών επικηρυγμένων του πολιτισμού.

Monday, October 4, 2010

Fiendish creatures



Ομολογώ την αμαρτία μου εξαρχής: δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ για τον Δράκο του Νίκου Κούνδουρου (The Fiend of Athens, αγγλιστί). Είχα την αμυδρή εντύπωση ότι η υπόθεση του έχει κοινά στοιχεία με το Θεριό του Ταύρου του Αζίζ Νεσίν που θυμάμαι να βλέπω μικρός στο Θέατρο Άλφα (Στέφανος Ληναίος – Έλλη Φωτίου και τα της πολιτικοποίησης των ‘80s), και πέραν τούτου ουδέν. Τουλάχιστον ως τη στιγμή που ανακάλυψα ότι ο Jonathan Franzen τον εκτιμά τόσο ώστε όχι μόνο να παραπέμπει ευθέως σε αυτόν αλλά και να τιτλοφορεί The Fiend of Washington ένα από τα καταληκτικά κεφάλαια του Freedom.


Υποπτεύομαι ότι ο Franzen όχι μόνο θεωρεί τα λάθη αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης φύσης αλλά και αδυνατεί να φανταστεί την εξέλιξη της προσωπικότητας χωρίς αυτά. Όπως και οι συνάδελφοί τους ήρωες του εξαίρετου The Corrections, εκείνοι του Freedom έχουν περισσότερα να μας πουν γι' αυτά παρά για την ίδια την έννοια της ελευθερίας: αν το προηγούμενο βιβλίο διακρινόταν από την εμμονή της διόρθωσης των λαθών, το παρόν πρέπει να διαβαστεί ως το ευαγγέλιο της ελευθερίας της διάπραξής τους. Ίσως εκεί να οφείλεται και η έντονη αίσθηση της απτότητας που διακρίνει τα εκάστοτε πρόσωπα της δράσης: μακριά από το τραγικό εθνοτικό / κοινωνικό / ηλικιακό angst των πρόσφατων έργων τού Philip Roth, τις ψυχρές αφαιρετικές εκφράσεις θεωρίας που παρουσιάζονται εν είδει πρωταγωνιστών στα κείμενα του αίφνης διάσημου Tom McCarthy η τις στρογγυλές προσωπικότητες της αξιότατης κατά τα άλλα Zadie Smith, οι γονείς του Franzen έχουν την αναγνωρίσιμη παρεμβατικότητα των δικών μας, τα κωλόπαιδά του εκείνη τη χαρακτηριστική δόση righteousness, οι οικογένειές του μια λειτουργική έλλειψη λειτουργικότητας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι οι κορυφαίες του σκηνές είναι πάντοτε βίαιες αντιπαραθέσεις, χωρίς καθάρσεις και χωρίς αποτέλεσμα: ως χρονικογράφος των ανθρωπίνων λαθών ο Jonathan Franzen γνωρίζει ότι δεν υπάρχει τίποτα απλούστερο από την ευχέρεια της επανάληψής τους – γι' αυτό και γράφει τις σκληρότερες λεκτικές μετωπικές, την αιχμηρότερη λεηλασία συναισθημάτων, τους καλύτερους καυγάδες της σύγχρονης αγγλόφωνης λογοτεχνίας.

Monday, September 13, 2010

Past Imperfect

“The Third Republic, is said, died unloved”. Προτού υποκύψει στην πλάγια μυοτροφική σκλήρυνση που τον καθιστούσε φυλακισμένο στο ίδιο του το σώμα εδώ και ενάμιση χρόνο περίπου, ο Tony Judt είχε να μας μιλήσει για κάποια πράγματα. Όχι μόνο of shoes and ships and sealing wax, of cabbages and kings and why the sea is boiling hot and whether pigs have wings, αλλά και περί σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας και μεταπολεμικού κόσμου και κυρίως περί κοινωνιών σε κρίση. Διαβάζοντας κανείς το προοίμιο του Past Imperfect: French Intellectuals 1944-1956 έχει την αίσθηση ότι περιδιαβαίνει το τοπίο που πολλοί άνθρωποι της δημόσιας σφαίρας βλέπουν στην ελληνική κοινωνία – και είναι η Γαλλία της δεκαετίας του ’30. Drieu la Rochelle: «Ο μόνος τρόπος να αγαπά κανείς τη Γαλλία σήμερα είναι να τη μισεί στην τωρινή μορφή της». Jean – Pierre Maxence: «Ενώ οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες οδηγούνται προς το μεγαλείο και την περιπέτεια, οι δικοί μας ηγέτες μας καλούν να μετατρέψουμε τη Γαλλία σε ασφαλιστική έταιρεία». Denis de Rougemont: ο εχθρός είναι «η φιλελεύθερη σκέψη». Στο τέλος της όλης διαδικασίας, την επαύριο μιας δεινής στρατιωτικής ήττας, η οποία εξακολουθεί να παραμένει για τους Γάλλους étrange defaite, συντηρητικοί και ριζοσπάστες δεξιοί από τους παραπάνω θα αναλάβουν υπό την αιγίδα των Ναζί την την ανάπλαση των ονείρων τους: η Republique θα γίνει État, το τρίπτυχο Liberté, Egalité, Fraternité θα αντικατασταθεί από το Travail, Famille, Patrie, το Παρίσι θα υποσκελιστεί από το Βισύ. Τα Hollow Years, όπως τιτλοφορεί ο Eugen Weber το δικό του χρονικό της πτώσης της Τρίτης Δημοκρατίας, κατοικούσαν οπωσδήποτε κάποιοι hollow men.

Saturday, August 28, 2010

When gravity fails


Σε σύγκριση με πολλές από τις πρηγούμενές του ταινίες, το Inception αποτελεί για τον Christophern Nolan μια ευγενή εξαπάτηση. Όχι γιατί αποδεικνύεται εξόφθαλμη αποτυχία, αλλά γιατί μπαίνοντας στα μονοπάτια της αμφισβήτησης της πραγματικότητας, ο γοητευτικός και ολισθηρός δρόμος που ανοίγεται μπροστά του έχει, πρόχειρα, δύο προοπτικές. Ή θα ακολουθήσει την πεπατημένη των ψυχολογικών / ψυχαναλυτικών προσεγγίσεων ή θα βαδίσει στα χνάρια του Philip K. Dick αναφορικά με την εμπειρία των αισθήσεων ως only apparently real. Η χυδαία μορφή της πρώτης βρίσκεται στο υπόβαθρο της μισής χολιγουντιανής παραγωγής, ενώ η επιλογή της έτερης επιχειρείται σποραδικά, από κλεψίτυπα όπως το Matrix ως παρολίγον αριστουργήματα σαν το 12 Monkeys, δίχως να προκύψει ως τώρα έργο-σταθμός. Κλίνοντας προς τη δεύτερη πλευρά, ο Nolan δίνει ένα φιλμ πιστότερο στο πνεύμα του Dick από ό,τι υπήρξε το φιλόδοξο μεν, προβληματικό λόγω happy end δε Minority Report, ωστόσο το όλο εγχείρημα μοιάζει αυτή τη φορά πολύ περισσότερο με διανοητική άσκηση παρά με δοκίμιο για την ανθρώπινη κατάσταση. Τα βασικά ερωτήματα είναι στη θέση τους, οι χαρακτήρες ορίζονται από λεπτομέρειες, όχι απλώς από primary colours, ο συγχρονισμός των επιπέδων της ταινίας διατηρείται άψογος, όμως το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει να εστιάζει κυρίως σε επί της οθόνης ιδέες που περιπλέκουν επιτυχώς ένα απλό τελικά σενάριο. Μετά τις λύσεις, τις ανατροπές και τις καθάρσεις, η όλη αίσθηση είναι ότι είχες την τύχη να παρατηρήσεις ένα πολύ όμορφο παιχνίδι να ξεκουρδίζεται υποδειγματικά, χωρίς όμως τις εκ των υστέρων εκρήξεις συνειδητοποίησης όσων είχες παραβλέψει την ώρα της προβολής, χωρίς τις συνήθεις προς διερεύνηση ή προς συζήτηση εννοιολογικές παραμέτρους, χωρίς την εντύπωση ότι όσα είδες παραπέμπουν σε κάτι θεωρητικά πολυπλοκότερο του προφανούς "who dreams reality". Αν ο Nolan του Inception παραμένει άξιος σεβασμού και θέασης είναι γιατί, ως αριστοτέχνης της deception, ακόμη και όταν αποτυγχάνει η βαρύτητα, βρίσκει τον τρόπο να την επαναφέρει.