Monday, February 18, 2008

Nazi boyfriend


“The world and everything in it…”


Κλείνοντας κανείς τις Ευμενίδες του Jonathan Littell δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί, όπως και πριν τις ανοίξει, γιατί να σπεύσει ικέτης στις σελίδες τους. Η χαλαρότητα με την οποία ο Littell σεργιανίζει τον ναζί πρωταγωνιστή του στα πεδία του μύθου της Ορέστειας είναι αναντίστοιχη των δυνατών εικόνων της πλήρους απανθρωποποίησης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που καταφέρνει να αποδώσει. Τα αιμομικτικά όργια του δρα Ορέστη – Μαξιμίλιαν με την frau Ηλέκτρα – Ούνα μοιάζουν μάλλον προσχηματικά, επίφαση διακειμενικότητας και overdose αυτοαναφοράς, σε σύγκριση με τις περιγραφές των εκτελέσεων στην Ουκρανία ή των θεαματικά μικρόνοων ηγετών των ναζί, οι οποίοι, ως δόκτορες της κατά Umberto Eco τετρατριχεκτομίας και οραματιστές της μητραδελφοχαιρετιστήριας μηχανικής, προβάλλουν ως άλλοι Μπουβάρ και Πεκυσέ – βλάκες με πατέντα, με άλλα λόγια. Αν και δεν πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, η αίσθηση είναι ότι η ιστορία γράφει το βιβλίο από μόνη της, εφόσον ο συγγραφέας τη χαϊδεύει, της φέρεται καλά και μπαίνει στον κόπο να επινοήσει και κανά-δυο χαρακτήρες της προκοπής – από τις σφαγές του Κιέβου ως τη Götterdämmerung του ερειπωμένου Βερολίνου διά του απαραίτητου Στάλινγκραντ, ο Littell λειτουργεί μάλλον ως copy editor μιας πλειάδας σύγχρονων ιστορικών.

Στις αρχές του 21ου αιώνα το μυθιστόρημα ως είδος επιστρέφει στις ρίζες του. Η συνήθης τάση των συγγραφέων της «λαϊκής» λογοτεχνίας (horror/SF/Fantasy) να γράφουν τόμους στο μέγεθος κομοδίνων για τους ίδιους βιοποριστικούς λόγους που ο Αλέξανδρος Δουμάς έβαζε τον Γκριμώ, υπηρέτη του Άθου, να ξεστομίζει μια λέξη τη σειρά, επεκτάθηκε σταδιακά, του Word βοηθούντος, και στους υπόλοιπους. Οι οποίοι ανακάλυψαν τη χαρά του να δημιουργούν σύμπαντα ολάκερα. Η γραμμικότητα της αφήγησης, η σημασία της πλοκής, ο πολλαπλασιασμός των χαρακτήρων τείνουν στη μεγιστοποίηση του αριθμού των σελίδων και στον εγκλεισμό εντός τους ενός ολόκληρου κόσμου. Tom Jones, War and Peace, Moby Dick, το ιδανικό πολλών από όσους γράφουν σήμερα είναι να ξεπεράσουν τους κλασικούς παίζοντας στην έδρα τους. Οι Ευμενίδες είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα των τελευταίων ετών, αν και η βιβλιογραφία βρίθει παραδειγμάτων, από τις Amazing Adventures of Kavalier and Clay του Michael Chabon ως το The Crimson Petal and the White του Michel Faber. Ως και το πρόσφατο Against the Day του πατριάρχη του μεταμοντερνισμού Thomas Pynchon δεν θυμίζει και πολύ το Gravity’s Rainbow.

Το ερώτημα βέβαια παραμένει αν οι επίγονοι έχουν τα φόντα να φανούν αντάξιοι του εγχειρήματος. Αν οι Ευμενίδες δεν είχαν γραφεί από έναν Καναδό στα γαλλικά και δεν είχαν κερδίσει το Goncourt προς φρίκη της ελαφρώς ξιπασμένης γαλλικής διανόησης κι αν ο Λιβάνης δεν είχε κερδίσει τον πλειστηριασμό, θρυλείται, με 50.000 ευρώ, για τα δικαιώματα του μυθιστορήματος, θα ενδιαφέρονταν περισσότεροι για έναν κολοσσό 960 σελίδων με μικροσκοπική γραμματοσειρά και αχνή εκτύπωση; Ο δρ Αουε δεν έχει πολλά να μας πει για το Γ΄ Ράιχ που δεν τα ξέρουμε από αλλού, που δεν τα έχουμε δει στις απανταχού λίστες – του Σίντλερ και άλλων. Το ηθικό ερώτημα της ιστορίας (πώς ένας συνηθισμένος άνθρωπος μεταβάλλεται σε εγκληματία πολέμου) υπονομεύεται από την αλληγορία – εξ αρχής ο Μαξιμίλιαν δεν είναι συνηθισμένος άνθρωπος. Οι λάτρεις των λεπτομερειών (της διοικητικής συγκρότησης της ναζιστικής μηχανής, της μικροπολιτικής ισορροπίας στο εσωτερικό των SS, της ανεξάντλητης θηριωδίας ως καθημερινότητας) θα απορροφηθούν από τον πλούτο τους. Οι υπόλοιποι ενδέχεται και να διαολοστείλουν τον κάθε sturmbannführer και oberstürmführer που παρελαύνουν αμετάφραστοι στις στέπες του τόμου.

Monday, February 11, 2008

Less is (Rush)more

Ο James Mason εμφορείται από τη χαρακτηριστική του gravitas. O Cary Grant παραμένει ατσαλάκωτος ακόμη κι όταν σέρνεται στο χώμα. Και η Scarlet Johansson τελικά δεν είναι παρά ένας όμορφος κλώνος της Eva Marie Saint. Το North by Northwest αποτελεί μια ταινία που παρά το εμβληματικό της status μεταξύ των κριτικών δίνει τόσο το μέτρο όσο και τα όρια της επιβίωσης του έργου του Alfred Hitchcock στην εποχή του suspension of disbelief. Κι αν, παρά την προεικόνιση της παράνοιας των ‘70s (Three Days of the Condor/ParallaxView/All the President’s Men), από την άποψη του ρεαλισμού δύσκολα πείθει τους απαιτητικούς θεατές του 21ου αιώνα, οι οποίοι γνωρίζουν πιθανότατα περισσότερα για τις μεθόδους και τον τρόπο λειτουργίας των μυστικών υπηρεσιών από όσα έμαθε ο πάπας του suspense σε όλη του τη ζωή, εικαστικά η ταινία έχει πολλά πράγματα να μας πει. Άλλωστε, από τις αριστουργηματικές εναλλαγές λήψεων ως τις συμβάσεις των πρωταγωνιστών, τον γιγαντισμό των σκηνικών και τις επιλογές των προτύπων που θυμίζουν κόμικ, η Σκιά των τεσσάρων γιγάντων δεν απέχει πολύ από ένα '40s δημιούργημα του Bill Finger ή του Will Eisner σχεδιασμένο από τους κορυφαίους pencillers της εποχής. Με τον τρόπο αυτό, το φιλμ του Hitchcock διαβάζεται τόσο νοσταλγικά όσο και το The Amazing Adventures of Kavalier and Clay του Michael Chabon: ως μια εκδρομή στη golden age, σπονδή σε μια εποχή απλούστερων χαρακτήρων, όπου οι αχθοφόροι φορούσαν κόκκινα πηλίκια και το σεξ γινόταν απαρέγκλιτα μεταξύ αστερίσκων, τευχών και σκηνών.