Thursday, October 30, 2008

Valediction

Στις 8 Μαίου 2002 ο Jose Padilla, πρώην μικροκακοποιός του Σικάγου, πρώην κατάδικος εμπλεκόμενος σε δολοφονία και νυν προσηλυτισθείς στον μωαμεθανισμό επέστρεψε στις ΗΠΑ. Στο αεροδρόμιο O'Hare τον τσίμπησε ένα κλιμάκιο του FBI ως μάρτυρα σε μια υπόθεση έρευνας τρομοκρατικών ενεργειών. Ως κάτοικος Μέσης Ανατολής και προσήλυτος, αν και αμερικανός πολίτης, ο Padilla ήταν την επαύριο της 11ης Σεπτεμβρίου τόσο fair game των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών όσο και οι 3.000 περίπου μουσουλμάνοι που συνελήφθησαν τις αμέσως επόμενες εβδομάδες των επιθέσεων στους Δίδυμους Πύργους και κρατήθηκαν για μήνες στη φυλακή χωρίς να τους απαγγελθούν κατηγορίες. Στις 10 Ιουνίου, δύο μέρες προτού ο Padilla κληθεί να καταθέσει για την υπόθεση στην οποία εφέρετο ως μάρτυρας ο πρόεδρος Bush υπέγραψε ένα διάταγμα σύμφωνα με το οποίο ο Jose Padilla προσδιοριζόταν ως "μαχητής του εχθρού" (enemy combatant) και η περίπτωσή του ετίθετο υπό στρατιωτική δικαιοδοσία. Την επόμενη πενταετία ο Padilla την πέρασε σε μια φυλακή του Ναυτικού στο Charleston της Νότιας Καρολίνας.

Η κληρονομιά του εντός μιας εβδομάδας υπηρεσιακού ενοίκου του Λευκού Οίκου είναι πολύ πιο θλιβερή από όσο φοβόμασταν το χειμώνα του 2000 που περιμέναμε μάταια να μετρηθούν οι χαμένες ψήφοι της Φλόριντα. Οι λεπτομέρειες που κυκλοφορούν ήδη σε μια σειρά έργων κάνουν την οκταετία φύλλο και φτερό - ο αυτοαποκαλούμενος war president έχασε ήδη από το 2006 και τον τελευταίο γλείφτη του, τον πάλαι ποτέ δήμιο του Nixon, Bob Woodward. Από αυτή τη σκοπιά, η παραπάνω μικρή ιστορία που διηγείται ο Charlie Savage στο βιβλίο του Takeover: The Return of the Imperial Presidency and the Subversion of American Democracy δεν μας μαθαίνει κάτι καινούργιο. Ο Savage ασκείται στο φθίνον είδος της καταγραφής της παραδειγματικής αποτυχίας ενός προσώπου που εξελέγη γιατί θεωρήθηκε ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας (και απέδειξε ότι ο γείτονας δεν έχει ιδέα από διακυβέρνηση), ενδιαφερόμενος κυρίως για τη συστηματική υπονόμευση του αμερικανικού συντάγματος από μια κυβέρνηση διψασμένη για εξουσία. Αλλά από μια άλλη σκοπιά πόσοι μπορούν να καυχηθούν πώς κατάφεραν μονοκοντυλιά, με ένα signing statement, να διαγράψουν τρεις αιώνες δικαιικής προόδου; Τα διατάγματα με τα οποία οποιοσδήποτε, αμερικανός πολίτης ή μη, μπορεί να συλληφθεί εντός ή εκτός ΗΠΑ και να εξαφανιστεί από προσώπου γης με μια μόνο υπογραφή του ρυθμιστή του πολιτεύματος, διαγράφοντας κάθε έννοια συνταγματικών δικαιωμάτων, δεν είναι παρά η επιστροφή των "lettres de cachet", το Guantanamo η φρέσκια Βαστίλλη, το waterboarding η σύγχρονη εκδοχή του bastinado και ο Bush ο νέος Λουδοβίκος ΙΔ'. You are now leaving the 17th century. Have a good trip.

Tuesday, October 7, 2008

Defining embarrassment

Θυμάμαι την πρώτη μου έκθεση. Μετά τη θεωρία, τα μέρη γραμμένα στον πίνακα και επιμελώς αντιγραμμένα στο τετράδιο μάρκας «Διεθνές», best seller ράτσα των ‘80s, τις εξηγήσεις για το περιεχόμενο και υποτιθέμενα παραδείγματα προλόγου και επιλόγου, μας έστειλε για κολύμπι στα βαθιά του παραδοσιακά εναρκτήριου θέματος «τι θα γίνω όταν μεγαλώσω». Η επτάχρονη εκδοχή του εαυτού μου που αντιμετώπισε τη λευκή (με γαλάζιες γραμμές) σελίδα βρέθηκε ξαφνικά μπροστά από τις μεγαλύτερες κρίσεις της σύντομης ζωής της: πώς να περιγράψει κάτι για το οποίο δεν είχε ιδέα και φιλοδοξούσε να μην έχει ιδέα έως ότου περάσουν πολλά ακόμη χρόνια (-«Μπαμπά, πότε δουλεύουμε οι άνθρωποι; – «Μετά το Λύκειο». Ου, τρέχα γύρευε δηλαδή, θα το σκεφτώ κατά το 1990, ας βγάλω τα Lego μου να παίξω τώρα). Το άγχος της πρώιμης απόφασης που θα καθόριζε το μέλλον μου, μια και καταλάβαινα τόσο από τους τύπους του αναγνωστικού («ο μπακάλης», ο «μανάβης», ο «γεωργός») όσο και από τα λεγόμενα της οικογένειας ότι άλλοι σκάβουν όλη μέρα και τους πονάει η μέση, όπως οι οικοδόμοι, ενώ άλλοι γράφουν όλη μέρα και τους πονάει το κεφάλι, όπως ο πατέρας μου, επιτεινόταν από το γεγονός ότι όφειλα να αποδώσω και ως «καλός μαθητής». Όχι γιατί έτσι θα διασφάλιζα απαραίτητα μια καλή δουλειά, η σύνδεση εκπαίδευσης και εργασίας δεν είχε τεθεί προτεσταντικά ως ζήτημα αναβολής της ικανοποίησης, αλλά παραδοσιοκρατικά και ως θέμα οικογενειακού στάτους: ο πατέρας μου ήταν «καλός μαθητής», άρα κι εγώ έπρεπε να είμαι «καλός μαθητής», ισχυριζόταν η γιαγιά μου. Η σύντομη ανταλλαγή ψιθύρων με τους διπλανούς (– «Τι θα βάλεις;» – «Γιατρός. Εσύ;») κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επιλογές μας στη ζωή περιορίζονταν από τις λίγες εμπειρίες μας στο σχηματικό δίλημμα «μπάτσος ή αστροναύτης», το οποίο αντιδιαστέλλει ένα λειτούργημα με προσφορά στο κοινωνικό σύνολο (αστροναύτης) από ένα επάγγελμα με έντονο το στοιχείο του προσωπικούς κέρδους και προβολής (μπάτσος) – οκ, το αντίθετο, δεν ήμασταν τόσο κυνικοί ως πιτσιρίκια. Συμβιβάζοντας τις τυπικές απαιτήσεις του μαθήματος, τα οικογενειακά αιτήματα και την ανάγκη με τη φιλοτιμία άρχισα να γράφω στη δεξιά σελίδα (την «καλή»), η οποία ξέβαφε ήδη στο χέρι μου από τον ιδρώτα του άγχους. Η έκθεση με την εισαγωγική πρόταση «εγώ όταν μεγαλώσω θα γίνω δάσκαλος. Γιατί δεν θέλω να μην ξέρουν τα παιδιά ποιο είναι το άλφα και ποιο το βήτα» σημείωσε παταγώδη αποτυχία για τρεις λόγους: 1) η δασκάλα δεν επηρεάστηκε από την απόπειρα γλυψίματος, για την ακρίβεια δεν την εξέλαβε καθόλου ως τέτοια, 2) η δομή «εγώ», τελεία, νέα πρόταση που ξεκινά με «γιατί», αλλαγή σειράς, φτου κι απ’ την αρχή, δεν θεωρήθηκε λυσιτελής επειδή ήταν παράθεση προτάσεων χωρίς παραγράφους, 3) η έκτασή της (μία σελίδα και δύο σειρές) μεγαλογράμματης γραφής θεωρήθηκε ανεπαρκής για την ανάπτυξη του θέματος.

Τουλάχιστον, όπως μου εκμυστηρεύθηκε στο διάλειμμα η Κατερίνα, η μαμά της της είχε πει ότι στην έκθεση μπορούμε να λέμε ψέμματα (είδος απαγορευμένο στην καθημερινή παιδική μας ζωή), άρα δεν ήμουν πραγματικά υποχρεωμένος να γίνω δάσκαλος όταν μεγαλώσω. Ήταν μια ανακούφιση, μπορούσα ακόμα να ελπίζω ότι θα γινόμουν μέλος της Ομάδας Τζι...