Monday, December 29, 2008

Happy 2009...


Με τον μαύρο κι άραχλο καζαμία του Niall Ferguson - ή πώς από ιστορικός μπορείτε να γίνετε μάντης...

Wednesday, December 24, 2008

Late morning trip to work

Side I
1. Good Morning - Dandy Warhols 5.00΄ Ισως, μετά τον πρώτο espresso.

2. Nature Boy – Nick Cave 4.54΄ Για όσους αναζητούν την κάθαρση από συνηθισμένες σφαγές και καθημερινές θηριωδίες.


3. Photographic – Depeche Mode 3.13΄ Αθησαύριστο στιγμιότυπo από τη δεκαετία των μικρών pop διαμαντιών.


4. Pigs and their farms – The Unisex 3.15΄ Μια μικρή φάρμα των ζώων σε ένα γραφείο γύρω σας.


5. Post Blue – Placebo 3.11΄ Τα blues της μετανεωτερικότητας.


Side II


1. Accelerate – R.E.M. 4.29΄ Άλλωστε η επιτάχυνση είναι η απαραίτητη αρχή για την κατανόηση της θεωρίας της σχετικότητας (και του ότι είσαι incomplete).


2. Carmen Queasy – Maxim feat. Skin 4.01΄ Money making is a wonderful thing, of course.


3. Reckoner – Radiohead 4.50΄ Το ιδανικό του απογεύματος, watching ripples in a blank shore.


4. Blind Willie McTell – Bob Dylan 5.53΄ Τα blues της κλασικής περιόδου.


5. Walk on the Wild Side – Lou Reed 4.15΄ Κάθε εργασιακός χώρος έχει κάτι από wild side (έστω κάποια looking for soul food and a place to eat).

Monday, December 8, 2008

Riot Police

Η Κατάσταση εξαίρεσης του Giorgio Agamben αποτελεί μια ανάλυση των κινδύνων της σταδιακής διολίσθησης των δημοκρατικών πολιτευμάτων στον 20ό αιώνα από τον κοινοβουλευτισμό σε αυταρχικές μορφές επιβολής στους πολίτες μέσω της επίκλησης εκτάκτων καταστάσεων που δικαιολογούν την αναστολή του νόμου. Ο χαρακτήρας της σημερινής ελληνικής αστυνομίας διαμορφώθηκε σε συνθήκες μιας τέτοιας «κατάστασης εξαίρεσης», του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, όταν η χωροφυλακή πρωτοστάτησε στην καταστολή των Δεκεμβριανών, όπως και στα «έκτακτα» μέτρα που ακολούθησαν. Η μετακατοχική ελληνική αστυνομία σπάνια λειτούργησε ως αυτό καθαυτό όργανο αστυνόμευσης. Δημιουργήθηκε και έδρασε αποτελεσματικά ως όργανο αντιμετώπισης του κομμουνισμού για τέσσερις περίπου δεκαετίες, έχοντας σχεδιαστεί ουσιαστικά για να αποτελεί την ασπίδα ενάντια στον Άλλο – τον αντίπαλο που απειλούσε τη διασάλευση της υφιστάμενης πολιτικής και κοινωνικής τάξης. Γι’ αυτό και οι κατασταλτικές της ικανότητες δεν θριάμβευσαν μόνο στον εξαναγκασμό αντιφρονούντων σε κατάποση ρετσινόλαδου τη δεκαετία του ’30, αλλά και στους ξυλοδαρμούς των φοιτητικών διαδηλώσεων της δεκαετίας του ’50, όταν η πολιτική ηγεσία αποφάσισε το κυπριακό ζήτημα να φύγει από τους δρόμους και να ακολουθήσει τη διπλωματική οδό, στην ανάδειξη σε στυλοβάτη του καθεστώτος την περίοδο της επταετίας και στην κυνηγεσία μεταναστών με μηχανές στα ‘00s. Η επί Μεταξά και Μανιαδάκη εμφυσηθείσα νοοτροπία που τη θέλει μια μορφή εξουσίας χωρίς αναφορές στο κοινωνικό σώμα που υποτίθεται ότι προστατεύει εκφράστηκε εκ νέου με την εξίσωσή της με τους praetores urbis από τον διανοούμενο των κακοχωνεμένων ιδεολογημάτων Βύρωνα Πολύδωρα. Αν χρειάζεστε ένα αντίδοτο για τα φαντάσματα που κατατρύχουν κατά καιρούς το συλλογικό φαντασιακό της ελληνικής κοινωνίας η ΕΛ. ΑΣ. είναι το ιδανικό σας. Αν προτιμάτε ένα σώμα που θα εφαρμόζει απλώς το νόμο, αποταθείτε αλλού.
P.S. Η επίσημη δικαιολογία από τον αναπληρωτή κυβερνητικό εκπρόσωπο Κωνσταντίνο Μαρκόπουλο για την πλήρη αστυνομική αδράνεια στη διάρκεια των ανεξέλεγκτων επεισοδίων ήταν ως πριν από λίγο ότι "αν επέμβει μια διμοιρία ΜΑΤ θα έχουμε νεκρούς". Με άλλα λόγια η ΕΛ. ΑΣ. ή παρακολουθεί ή σκοτώνει, μέση λύση δεν υπάρχει...

Friday, November 28, 2008

Hunter in the Dark

Εκτός από τον Alan Moore, ο οποίος το 1987 επέλεξε τον τίτλο Fearful Symmetry για το πέμπτο κεφάλαιο των Watchmen, William Blake διάβαζε εκείνο τον καιρό και ο J. M. DeMatteis. Σε μια εποχή που DC Comics και Marvel βρέθηκαν να πειραματίζονται με το ασυνήθιστο, ο DeMatteis κατόρθωσε να πείσει τους ιθύνοντες της δεύτερης να κυκλοφορήσουν με τον παραπάνω τίτλο εργασίας στη ναυαρχίδα των εκδόσεών τους μια σπουδή κλινικής ψυχολογίας μεταμφιεσμένη σε action story. Στο Kraven’s Last Hunt οι πρωταγωνιστές καταχρηστικά μόνο φορούν τις στολές τους. Στην πραγματικότητα δεν είναι σε καμία περίπτωση ο Spider-Man, o Kraven ή ο Vermin, αλλά ο Peter Parker, o Sergei Kravinoff και ο Edward Whelan. To alter ego τους αποτελεί ουσιαστικά μια προβολή που ταλανίζει την ανθρώπινη υπόσταση (ως καθήκον, χρέος τιμής ή ζωώδες ένστικτο, κατά περίπτωση) και απειλεί την (κλονισμένη) διανοητική τους σταθερότητα. Αν και ο Parker είναι σαφώς ο sane σε αντιδιαστολή με τις insane περσόνες της ιστορίας, ο DeMatteis δεν παύει να γράφει για ένα πρόσωπο το οποίο στο σύμπαν της Marvel είθισται να θεωρείται από την πλειοψηφία όσων προστατεύει ως νευρωτική προσωπικότητα. Το τελικό αποτέλεσμα, πολύ μακριά από τα έπη με χταπόδια και καλικάντζαρους, ήταν περισσότερο μια βόλτα στην άγρια πλευρά της ψυχοσύνθεσης ενός villain παρά μια τυπική χάρτινη έξοδος της μαύρης (τότε) στολής στην πόλη για να σώσει χήρες και ορφανά.

Tuesday, November 25, 2008

Wolves, Slower

Ή πώς να αναδείξετε το περιστασιακό σας blogging ως ενσυνείδητη zen κατάσταση που σας καταλαμβάνει σε αγρούς, όρη και βαλτώδεις περιοχές.

Thursday, November 6, 2008

Pride and Prejudice

Αποτελεί μια αλήθεια καθολικά αποδεκτή η διαπίστωση ότι έπειτα από την ήττα μιας μακρόχρονης διακυβέρνησης ενός κόμματος εξουσίας θα εμφανιστεί πάντοτε κάποιος ο οποίος θα δηλώσει με εμβρίθεια ότι για να ανακάμψει αυτό οφείλει να επιστρέψει στις βασικές αρχές που στην πορεία εγκατέλειψε και εν συνεχεία θα απαριθμήσει στομφωδώς τις πολιτικές που αποδοκιμάστηκαν από το εκλογικό σώμα την προηγούμενη μόλις μέρα. Exhibit A: Ο συμπαθής κύριος Jeff Flake, Republican Representative from the 6th District of Arizona, ο οποίος επικαλείται τις τρίσημες θεότητες "limited government", "free market", "support for traditional values" ως ικέτης στο βωμό της σωτηρίας της ρηγκανικής επανάστασης. Το εν λόγω επιχείρημα έχει το πλεονέκτημα να απαντά στο προαιώνιο ερώτημα "φταίει το ζαβό το ριζικό μας / φταίει ο Θεός που μας μισεί / φταίει το κεφάλι το κακό μας / φταίει πρώτα απ' όλα το κρασί" (also known as "why me?") με το να προσπερνά έντεχνα όλες τις παραπάνω επιλογές στην ευθεία και να ρίχνει τις ευθύνες στο προπατορικό αμάρτημα που διέπραξε someone somewhere in summertime. Έχει και το μειονέκτημα να έχει πάρει διαζύγιο από την πραγματικότητα και τώρα να της ζητά και διατροφή. Όχι γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες έγιναν ξαφνικά από τη μια μέρα στην άλλη ο παράδεισος του πολιτικού φιλελευθερισμού (η Καλιφόρνια του 61% υπέρ των Δημοκρατικών υπερψήφισε ταυτόχρονα και την απαγόρευση του γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων) ή το φυτώριο φρέσκων καλλιεργειών της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά επειδή τριάντα χρόνια ιδεολογικής κυριαρχίας είναι πολλά για οποιονδήποτε πολιτικό χώρο. Τα trentes glorieuses της συντηρητικής επανάστασης του Ronald Reagan εξέπνευσαν χθες, όπως ακριβώς πριν από αυτά είχε πνεύσει τα λοίσθια το New Deal εν μέσω Lyndon Johnson, Βιετνάμ και culture wars, κατά ειρωνεία της τύχης στο Σικάγο του 1968...

Thursday, October 30, 2008

Valediction

Στις 8 Μαίου 2002 ο Jose Padilla, πρώην μικροκακοποιός του Σικάγου, πρώην κατάδικος εμπλεκόμενος σε δολοφονία και νυν προσηλυτισθείς στον μωαμεθανισμό επέστρεψε στις ΗΠΑ. Στο αεροδρόμιο O'Hare τον τσίμπησε ένα κλιμάκιο του FBI ως μάρτυρα σε μια υπόθεση έρευνας τρομοκρατικών ενεργειών. Ως κάτοικος Μέσης Ανατολής και προσήλυτος, αν και αμερικανός πολίτης, ο Padilla ήταν την επαύριο της 11ης Σεπτεμβρίου τόσο fair game των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών όσο και οι 3.000 περίπου μουσουλμάνοι που συνελήφθησαν τις αμέσως επόμενες εβδομάδες των επιθέσεων στους Δίδυμους Πύργους και κρατήθηκαν για μήνες στη φυλακή χωρίς να τους απαγγελθούν κατηγορίες. Στις 10 Ιουνίου, δύο μέρες προτού ο Padilla κληθεί να καταθέσει για την υπόθεση στην οποία εφέρετο ως μάρτυρας ο πρόεδρος Bush υπέγραψε ένα διάταγμα σύμφωνα με το οποίο ο Jose Padilla προσδιοριζόταν ως "μαχητής του εχθρού" (enemy combatant) και η περίπτωσή του ετίθετο υπό στρατιωτική δικαιοδοσία. Την επόμενη πενταετία ο Padilla την πέρασε σε μια φυλακή του Ναυτικού στο Charleston της Νότιας Καρολίνας.

Η κληρονομιά του εντός μιας εβδομάδας υπηρεσιακού ενοίκου του Λευκού Οίκου είναι πολύ πιο θλιβερή από όσο φοβόμασταν το χειμώνα του 2000 που περιμέναμε μάταια να μετρηθούν οι χαμένες ψήφοι της Φλόριντα. Οι λεπτομέρειες που κυκλοφορούν ήδη σε μια σειρά έργων κάνουν την οκταετία φύλλο και φτερό - ο αυτοαποκαλούμενος war president έχασε ήδη από το 2006 και τον τελευταίο γλείφτη του, τον πάλαι ποτέ δήμιο του Nixon, Bob Woodward. Από αυτή τη σκοπιά, η παραπάνω μικρή ιστορία που διηγείται ο Charlie Savage στο βιβλίο του Takeover: The Return of the Imperial Presidency and the Subversion of American Democracy δεν μας μαθαίνει κάτι καινούργιο. Ο Savage ασκείται στο φθίνον είδος της καταγραφής της παραδειγματικής αποτυχίας ενός προσώπου που εξελέγη γιατί θεωρήθηκε ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας (και απέδειξε ότι ο γείτονας δεν έχει ιδέα από διακυβέρνηση), ενδιαφερόμενος κυρίως για τη συστηματική υπονόμευση του αμερικανικού συντάγματος από μια κυβέρνηση διψασμένη για εξουσία. Αλλά από μια άλλη σκοπιά πόσοι μπορούν να καυχηθούν πώς κατάφεραν μονοκοντυλιά, με ένα signing statement, να διαγράψουν τρεις αιώνες δικαιικής προόδου; Τα διατάγματα με τα οποία οποιοσδήποτε, αμερικανός πολίτης ή μη, μπορεί να συλληφθεί εντός ή εκτός ΗΠΑ και να εξαφανιστεί από προσώπου γης με μια μόνο υπογραφή του ρυθμιστή του πολιτεύματος, διαγράφοντας κάθε έννοια συνταγματικών δικαιωμάτων, δεν είναι παρά η επιστροφή των "lettres de cachet", το Guantanamo η φρέσκια Βαστίλλη, το waterboarding η σύγχρονη εκδοχή του bastinado και ο Bush ο νέος Λουδοβίκος ΙΔ'. You are now leaving the 17th century. Have a good trip.

Tuesday, October 7, 2008

Defining embarrassment

Θυμάμαι την πρώτη μου έκθεση. Μετά τη θεωρία, τα μέρη γραμμένα στον πίνακα και επιμελώς αντιγραμμένα στο τετράδιο μάρκας «Διεθνές», best seller ράτσα των ‘80s, τις εξηγήσεις για το περιεχόμενο και υποτιθέμενα παραδείγματα προλόγου και επιλόγου, μας έστειλε για κολύμπι στα βαθιά του παραδοσιακά εναρκτήριου θέματος «τι θα γίνω όταν μεγαλώσω». Η επτάχρονη εκδοχή του εαυτού μου που αντιμετώπισε τη λευκή (με γαλάζιες γραμμές) σελίδα βρέθηκε ξαφνικά μπροστά από τις μεγαλύτερες κρίσεις της σύντομης ζωής της: πώς να περιγράψει κάτι για το οποίο δεν είχε ιδέα και φιλοδοξούσε να μην έχει ιδέα έως ότου περάσουν πολλά ακόμη χρόνια (-«Μπαμπά, πότε δουλεύουμε οι άνθρωποι; – «Μετά το Λύκειο». Ου, τρέχα γύρευε δηλαδή, θα το σκεφτώ κατά το 1990, ας βγάλω τα Lego μου να παίξω τώρα). Το άγχος της πρώιμης απόφασης που θα καθόριζε το μέλλον μου, μια και καταλάβαινα τόσο από τους τύπους του αναγνωστικού («ο μπακάλης», ο «μανάβης», ο «γεωργός») όσο και από τα λεγόμενα της οικογένειας ότι άλλοι σκάβουν όλη μέρα και τους πονάει η μέση, όπως οι οικοδόμοι, ενώ άλλοι γράφουν όλη μέρα και τους πονάει το κεφάλι, όπως ο πατέρας μου, επιτεινόταν από το γεγονός ότι όφειλα να αποδώσω και ως «καλός μαθητής». Όχι γιατί έτσι θα διασφάλιζα απαραίτητα μια καλή δουλειά, η σύνδεση εκπαίδευσης και εργασίας δεν είχε τεθεί προτεσταντικά ως ζήτημα αναβολής της ικανοποίησης, αλλά παραδοσιοκρατικά και ως θέμα οικογενειακού στάτους: ο πατέρας μου ήταν «καλός μαθητής», άρα κι εγώ έπρεπε να είμαι «καλός μαθητής», ισχυριζόταν η γιαγιά μου. Η σύντομη ανταλλαγή ψιθύρων με τους διπλανούς (– «Τι θα βάλεις;» – «Γιατρός. Εσύ;») κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επιλογές μας στη ζωή περιορίζονταν από τις λίγες εμπειρίες μας στο σχηματικό δίλημμα «μπάτσος ή αστροναύτης», το οποίο αντιδιαστέλλει ένα λειτούργημα με προσφορά στο κοινωνικό σύνολο (αστροναύτης) από ένα επάγγελμα με έντονο το στοιχείο του προσωπικούς κέρδους και προβολής (μπάτσος) – οκ, το αντίθετο, δεν ήμασταν τόσο κυνικοί ως πιτσιρίκια. Συμβιβάζοντας τις τυπικές απαιτήσεις του μαθήματος, τα οικογενειακά αιτήματα και την ανάγκη με τη φιλοτιμία άρχισα να γράφω στη δεξιά σελίδα (την «καλή»), η οποία ξέβαφε ήδη στο χέρι μου από τον ιδρώτα του άγχους. Η έκθεση με την εισαγωγική πρόταση «εγώ όταν μεγαλώσω θα γίνω δάσκαλος. Γιατί δεν θέλω να μην ξέρουν τα παιδιά ποιο είναι το άλφα και ποιο το βήτα» σημείωσε παταγώδη αποτυχία για τρεις λόγους: 1) η δασκάλα δεν επηρεάστηκε από την απόπειρα γλυψίματος, για την ακρίβεια δεν την εξέλαβε καθόλου ως τέτοια, 2) η δομή «εγώ», τελεία, νέα πρόταση που ξεκινά με «γιατί», αλλαγή σειράς, φτου κι απ’ την αρχή, δεν θεωρήθηκε λυσιτελής επειδή ήταν παράθεση προτάσεων χωρίς παραγράφους, 3) η έκτασή της (μία σελίδα και δύο σειρές) μεγαλογράμματης γραφής θεωρήθηκε ανεπαρκής για την ανάπτυξη του θέματος.

Τουλάχιστον, όπως μου εκμυστηρεύθηκε στο διάλειμμα η Κατερίνα, η μαμά της της είχε πει ότι στην έκθεση μπορούμε να λέμε ψέμματα (είδος απαγορευμένο στην καθημερινή παιδική μας ζωή), άρα δεν ήμουν πραγματικά υποχρεωμένος να γίνω δάσκαλος όταν μεγαλώσω. Ήταν μια ανακούφιση, μπορούσα ακόμα να ελπίζω ότι θα γινόμουν μέλος της Ομάδας Τζι...

Friday, September 5, 2008

Alabama Song

Φαντάζομαι ότι όλοι γνωρίζετε το ιδεολόγημα της Ουγκάντας. Υποστηρίζει ότι λόγω των συνθηκών του ελληνικού πολιτικού και κοινωνικού βίου η χώρα δεν ανήκει στη χορεία των υποτιθέμενα ευνομούμενων και αξιοκρατικών ευρωπαϊκών χωρών αλλά τοποθετείται μεταξύ των διεφθαρμένων φυλαρχικών καθεστώτων της Κεντρικής Αφρικής. Πάντα θεωρούσα ως αδυναμία του συγκεκριμένου σχήματος ότι προυποθέτει μια αρραγή και ομοιογενή Ευρώπη απέναντι στην οποία τίθεται η Ελλάδα: η Ιταλία είναι γνωστή για την ποιότητα της μαφίας της, στη Γαλλία τα σκάνδαλα είναι το ντεκόρ της καθημερινότητας, στη Γερμανία κατοικοεδρεύει η συμπαθής Μίζενς, σε τι συνίσταται λοιπόν αυτό το περίφημο πρότυπο, στο Βέλγιο; (Η Ολλανδία δεν μετράει, είναι Φαρ Ουέστ, εκεί σφάζονται σκηνοθέτες και δολοφονούνται ομοφυλόφιλοι πολιτικοί.) Έπειτα σκέφτηκα ότι όχι μόνο ο θυμόσοφος λαός έχει άδικο και ανήκομεν εις την Δύσιν, αλλά αποτελούμε μέλος της επιφανέστερής της εκπροσώπου: είμαστε η 52η πολιτεία των ΗΠΑ. Σας ενοχλεί η διαιώνιση μιας οικογενειοκρατικής πολιτικής ελίτ με προεξάρχοντα τα ονόματα «Καραμανλής», «Μητσοτάκης», «Παπανδρέου»; Ωχριούν μπροστά σε εκείνα των Kennedy, Bush και Clinton – για να μην πούμε για τον οσκαρικό Al Gore, πάππου προς πάππου γερουσιαστή. Διαβάζετε καθημερινά για εργολάβους που πλουτίζουν μέσω της καθαγιασμένης πρακτικής της ανάληψης κρατικών έργων με σκιώδη τρόπο και αμφίβολα αποτελέσματα; Ζητήστε από τον Sraosha να σας διηγηθεί εν συντομία τα πεπραγμένα του «Big Dig» της Βοστόνης. Πιστεύετε ακράδαντα ότι το «μέσον» είναι το μήνυμα; Συμφωνείτε με τα ξαδέρφια μου από τη Φλόριντα που κουνάνε με πλήρη κατανόηση το κεφάλι τους κάθε φορά που αναφέρω τον όρο «connections». Είστε βάζελοι/γαύροι/χανούμια/γριές/σκουλήκια/λοιποί κακομοίρηδες και σας κατατρύχει το κατεστημένο; Στείλτε μήνυμα συμπαράστασης στους πιστούς των Sacramento Kings που έμαθαν φέτος από αλληλομαχαιρώματα διαιτητών ότι το 2004 τους έστησαν κανονικά και με το νόμο για να προκριθούν στον τελικό οι Los Angeles Lakers. Βάλατε ντετέκτιβ για να μάθετε ποιος είναι ο κομιστής του dvd με τα ανδραγαθήματα του Ζαχόπουλου; Ε, τουλάχιστον στο Αμέρικα ξέρουν πια ποιος αξιωματούχος της κυβέρνησης έδωσε στεγνά ως εργαζόμενη στη CIA τη Valerie Plame, γυναίκα ενός διπλωμάτη που είχε δυσαρεστήσει τον πρόεδρο στο θέμα των WMD.

Αν κάτι μας διαχωρίζει ως κοινωνία από τα δυτικά μας πρότυπα (όσο και συμπλέγματα) αυτό δεν είναι η απουσία της διαφθοράς, η ποιότητα των πολιτικών ελίτ ή η αξιοκρατία στον δημόσιο βίο. Είναι η στρεβλή σχέση μεταξύ κράτους και πολιτών: το κράτος αντιμετωπίζει τον πολίτη ως υπήκοο και ο πολίτης το κράτος ως επιδρομέα. Η διαμεσολάβηση μεταξύ τους, διά της οργάνωσης σε συλλογικές συσσωματώσεις, ομάδες συμφερόντων, τα pressure groups που στα δυτικά κράτη συνιστούν τον ενδιάμεσο χώρο μιας κοινωνίας πολιτών, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Αγαστή συνεργασία προκύπτει μόνο σε ένα εξωθεσμικό πλαίσιο, στο πελατειακό επίπεδο, όπου οι υπήκοοι εξαργυρώνουν την ψήφο τους με αντάλλαγμα θέσεις στο δημόσιο. Δημιουργώντας εύκαμπτους θεσμούς και διατηρώντας ανίσχυρους ελεγκτικούς μηχανισμούς το ελληνικό κράτος εφαρμόζει την ισονομία κατά το δοκούν. Γι’ αυτό και η θέση του είναι μάλλον κάπου δυτικά της Αλαμπάμα...

Thursday, July 24, 2008

The Killing Joke

Ένας τύπος με στολή νοσοκόμας, λερό μαλλί και μακιγιάζ που έχει δει και καλύτερες μέρες βγαίνει από ένα νοσοκομείο, πατάει επανειλημμένα ένα προφανώς δυσλειτουργικό τηλεχειριστήριο, τινάζει το κτίριο στον αέρα με επεισοδιακό τρόπο - και το κοινό δεν γελάει. O Joker του Heath Ledger, ο μοναδικός ίσως villain των comic movies που δεν προσφέρεται για cheap thrills αλλά προξενεί αληθινή ανησυχία στον θεατή, δίνει το μέτρο της διαφοράς μεταξύ Batman Begins και Dark Knight.

Αποφεύγοντας τη γραμμικότητα της αφήγησης χάριν του characterization (γι' αυτό ο εξαιρετικός στο Begins Christian Bale εδώ επισκιάζεται ως και από τους δευτεραγωνιστές) o Σκοτεινός Ιππότης αντιπαραθέτει τη χαοτική τρέλα του Joker στην ψυχρή λογική του Batman. Κι αν αυτή τη φορά ο Nolan δεν ξεσηκώνει ολόκληρα panel από το χαρτί (βλ. πτώση της Elevated Line, Batman ως δαιμονική ιπτάμενη παρουσία), η όλη ψυχοπαθής προσωπικότητα του Ledger μοιάζει να έλκει την καταγωγή της από ένα μικρό αριστούργημα του Alan Moore από το 1988 με τίτλο The Killing Joke, όπου ο Joker, πολύ μακριά από τον κλόουν του Jack Nicolson στον επερχόμενο Batman του Tim Burton, πυροβολεί εν ψυχρώ την κόρη του Jim Gordon, τη φωτογραφίζει γυμνή και βασανίζει τον πατέρα της για να αποδείξει ότι το μόνο που τον διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους καθημερινούς ανθρώπους είναι "one bad day". Κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο στήν ταινία ο "φορέας του χάους" Ledger δουλεύει το μαχαίρι, σκοτώνει με μολύβια και θέτει prisoner's dilemma σε ομήρους επιβάτες για να αποδείξει ότι ο σύγχρονος πολιτισμός είναι απλώς το επίχρισμα της κατά Hobbes κοινωνίας πολέμου όλων εναντίον όλων, το οποίο εξαφανίζεται μόλις προκύψουν τα σκούρα - in one bad day. Ο επακόλουθος ψυχολογικός πόλεμος για τη διάρρηξη της ταυτότητας του Batman διά του εξαναγκασμού του σε φόνο (του ίδιου του Joker) βαίνει παράλληλα και στις δύο περιπτώσεις.

Το μόνο ερώτημα μετά το πολυεπίπεδο και ενίοτε disturbing ως αίσθηση Dark Knight είναι τι μένει που δεν έχει πει ο Nolan για μια πιθανή τρίτη συνέχεια. Δεδομένης της εμμονής του με την ταυτότητα υπάρχει ένα ακόμη μεγαλύτερο ίσως στοίχημα, αυτό που και στο ίδιο το comic απαντάται επιτυχημένα κατά καιρούς μόνο: call me Robin. Και όπου, ενδεχομένως, με γνώμονα τη σαφή τάση του Nolan να μην κωλώνει στα ζόρικα, η απάντηση να είναι παρόμοια με την πρόταση του Ed Brubaker για ένα άλλο sidekick, τον πρώην Bucky του πρώην Captain America, ως τσόγλανο ολκής: "νομίζετε ότι ο τύπος με έχει εδώ για την πλάκα του; Όχι κύριοι, εγώ είμαι εδώ για να κάνω τη βρώμικη δουλειά..."

(and the drums keep building...)

Wednesday, July 16, 2008

Final Crisis #2

Η τελευταία σελίδα του Final Crisis #2 είναι 23 years in the making (τουλάχιστον). Αλλά εκείνο το flash from the past ανήκει μάλλον στο φανατικό κοινό της DC. Από την άλλη πλευρά, το ιαπωνικό splash page που προτάσσεται για να ανατρέψει τις ισορροπίες του αναγνωστικού κοινού στην αρχή έχει το προνόμιο να είναι φορέας της ατάκας "Japan has always had a proud tradition of super heroism with special distinction in the field of monster hunting!". A, κι ένα iPhone, επίσης.
Hats off to Grant Morrison again...

Tuesday, July 8, 2008

Rakasha's Paris Vol. VI

City of Lights
"Γιατί τη λένε 'πόλη του φωτός';", αναρωτήθηκε ειρωνικά o φίλος μου ο Αλέξανδρος χθες το πρωΐ έπειτα από έξι μέρες άστατης και ευμετάβολης διάθεσης του καιρού. Μετά από αναλύσεις, προτάσεις και ανταλλαγή απόψεων μεταξύ επαϊόντων του Παρισιού και cognoscenti του Λονδίνου κατέληξα κι εγώ στο συμπέρασμα ότι ο καιρός τους είναι εξίσου ιδιότροπος, με το πρώτο να έχει ελαφρύ προβάδισμα στη ζέστη μόνο. Τώρα για τα σχετικά με το φως, νομίζω πως όσοι από μας εγκαταβιούν στις ελληνικές μεγαλουπόλεις (both of them) είμαστε οι τελευταίοι που δικαιούνται να κατηγορήσουν το Παρίσι: τα περί αττικού ουρανού, για παράδειγμα, στη σύγχρονη εποχή είναι μάλλον παπαριές. Έχοντας μεγαλώσει με ένα ολόκληρο τετράγωνο 50 Χ 50 cm αττικού ουρανού στο παράθυρό μου, δεξιά και πάνω από την απέναντι πολυκατοικία όταν βρέθηκα μπροστά στις vistas του κέντρου των ευρωπαϊκών πόλεων έμεινα από λέξεις και προσέφυγα στην ονοματοποιία της οικογένειας Ντακ, κάνοντας "γλουπ" για να εκφράσω την άποψή μου. Αντανακλάσεις σε γυάλινα κτίρια στο τέλος της μέρας, τα παιχνιδίσματα του ήλιου με τον οβελίσκο της Concorde, τα τεχνητά φώτα που φόρεσε ο πύργος για την προεδρία του Sarkozy στην Ε.Ε. (απορώ πως δεν έστησαν ακόμα την Carla στην κορυφή για να προσδώσει έξτρα βατ στις φωταψίες), κυριολεκτικό φως το Παρίσι διαθέτει παραπάνω από αρκετό. Αν προσθέσουμε και το μεταφορικό, από τους μεγάλους προβολείς του γνωστού αιώνα του Βολταίρου και της παρέας του ως τις μικρές λάμπες φθορισμού του σήμερα το ποσό που μαζεύεται είναι αρκετό για να αντισταθμίσει αρκετές μέρες βροχής το χρόνο. Στον άπλετο χώρο του Παρισιού εγκαθίσταται ικανό φως για όσους από εμάς έχουμε την ευχέρεια να απολαμβάνουμε ως επισκέπτες τη γοητεία του χωρίς να βιώνουμε τις ιδιαιτερότητες και τα προβλήματά του. Κάτι που μας επιτρέπει to always have Paris...

Rakasha's Paris Vol. V


Η γραμμή 6 Charles de Gaulle-Etoile - Nation είναι ένα throwback από τα comics της δεκαετίας του '60, νομίζεις ότι βρίσκεσαι μέσα σε κάποια δημιουργία του Stan Lee και οσονούπω θα σου την πέσουν κοστουμαρισμένοι μυστήριοι με μεταλλικά πλοκάμια, απωθητικές ακτίνες και ουρού σφυριά. Το κατασκεύασμα που βλέπεις να εισέρχεται στο σταθμό σε ξενίζει αρχικά γιατί είναι ένα μπάσταρδο πλάσμα με μούρη σκουπιστικού του δήμου Αθηναίων και ρόδες νταλίκας. Όταν το συνηθίζεις σε αποσπά η διαδρομή: από τα υπόγεια του Etoile βγαίνει στο φως, γίνεται elevated, περνάει το Σηκουάνα με τον πύργο του Eiffel αριστερά, διασχίζει διάφορες συνοικίες με συνηθισμένες παρισινές πολυκατοικίες του XIXéme και του XXéme που μάλλον θα ήσουν πρόθυμος να σκοτώσεις διάφορους ενοίκους για να μείνεις καιχώνεται πάλι στο υπέδαφος λίγο πιο κάτω, ενδεχομένως ταιριαστά με τη λέξη του Cambronne στον αντίστοιχο σταθμό. Ενίοτε στα βαγόνια του παρισινού μετρό βρίσκεις μια design πινελιά, σαν τον κρύσταλλο των Klingon που κοσμεί το στύλο παραπλεύρως, στυγνή αντιγραφή της ('60s again) αισθητικής του Enterprise προς δόξαν της ligne 3. To feeling όμως της 6, με τα βαγόνια γεμάτα σίδερο, όπως τα προϊστορικά δικά μας, είναι εντελώς retro Marvel Universe: σιδερένιες επενδύσεις στα παράθυρα, σιδερένιες χειρολαβές στις θέσεις, σιδερένιες πόρτες επικοινωνίας με το επόμενο βαγόνι - και σιδερένια χερούλια για να απασφαλίσεις τις κατά τα άλλα αυτόματες σιδερένιες θύρες. Ως και ο Green Goblin είμαι βέβαιος ότι θα δίσταζε μπροστά σε μια τέτοια επίδειξη πνεύματος "αει στο διάολο που θες και να μπεις, άνοιξέ τη μόνος σου..."

Monday, July 7, 2008

Rakasha's Paris Vol. IV

Έτσι έγινε και είδα το εκκρεμές. Και συμφωνώ με την κοπελιά που λοιδωρεί ο αφηγητής στην αρχή του Εκκρεμούς του Φουκώ: αυτό είναι όλο δηλαδή; Don't get me wrong, το Μουσείο Τεχνών και Επιτηδευμάτων στην οδό Ρεωμύρου είναι εντυπωσιακό ως σύλληψη και εξαιρετικό ως υλοποίηση, αν και περίμενα περισσότερα πρωτότυπα και λιγότερα προσχέδια. Πρόταση του συνταγματικού κληρικού Abbé Gregoire μετά την Τρομοκρατία, ιδρύθηκε παρ' όλα αυτά στον εγκαταλελειμμένο ναό του Αγίου Μαρτίνου των Αγρών προς διαφύλαξιν της υλικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας - σε χαρακτηριστική αντίθεση με τις προτεραιότητες του Παλαιού Καθεστώτος, τις οποίες βλέπετε εν πλήρη δόξη στο Λούβρο. But still... Η απόδειξη της κίνησης της Γης, του σταθερού σημείου και των συνδηλώσεών της είναι πολύ πιο sinister όταν τη διηγείται ο Umberto Eco παρά όταν την αντικρύζει ο αμύητος επισκέπτης δίπλα σε ζευγαράκια που εκμεταλλεύονται τη free Sunday για να βελτιώσουν την κουλτούρα τους και παιδάρια που τα έφεραν οι γονείς τους να δουν μια μπάλα να βωλοδέρνει πέρα - δώθε (περίμενα όλη την ώρα πότε κάποιο από δαύτα θα έκανε την κίνηση ματ να δώσει μια σφαλιάρα στη σφαίρα). Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι ο Άγιος Μαρτίνος των Αγρών και τα εκθέματά του είναι μάλλον πολύ πιο μουσειακά και εξημερωμένα σε σχέση με όσα είδε ο Eco πριν από 25 χρόνια και τα οποία του επέτρεψαν να γράψει το καλύτερο σύγχρονο μυθιστόρημα περί μυστικών εταιρειών.
Ιδού, το Arts et Métiers ενέπνευσε το Εκκρεμές. Το Λούβρο, αντίστοιχα, ενέπνευσε τον Κώδικα Ντα Βίντσι. Αναντίρρητα, πρόκειται για θησαυρό του ανθρώπινου είδους, κάτι που δεν βλέπεται αλλά σπουδάζεται (το μουσείο, όχι ο Κώδικας). Από την άλλη κανείς Mitterand δεν θα σκεφτόταν να πλαισιώσει το Arts et Métiers με φαραωνικά έργα για να διασφαλίσει το όνομά του στην αιωνιότητα. Το Λούβρο, όπως και το Βρετανικό Μουσείο πιο παλιά, με δυσκολεύει για καθαρά πρακτικούς λόγους: είναι πολύ μεγαλύτερο από τα ανθρώπινα μέτρα, αντάξιο ως μέγεθος του εγωτισμού όντων όπως ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ (αν κι εκείνος προτιμούσε τις Βερσαλίες). Στο μεταξύ, οι μάζες συρρέουν ακατάπαυστα κάτω από την Πυραμίδα, περπατούν στις αίθουσες μέχρι τελικής πτώσεως καταναλώνοντας αδιάφορα αιώνες κουλτούρας και στο τέλος καταρρέουν σε πολυθρόνες και πάγκους από υπερκόπωση και πληροφοριακό overdose. Θα αρκεστώ σε μια minimal tour, θα αγνοήσω τη Mona Lisa και τα κοπάδια της (την αγοράζω υπερτιμημένο μαγνητάκι για το ψυγείο) για χάρη του Jacques - Louis David και των άλλων νεοκλασικιστών με τις δικές τους εμμονές. Χάνοντας το δρόμο για την έξοδο, θα ρίξω τυχαία ένα βλέμμα και στην Αφροδίτη της Μήλου, excusing my way μέσα από ένα πλήθος με αφηνιασμένες ψηφιακές.

Sunday, July 6, 2008

Rakasha's Paris Vol. III

More songs about language and food

Η φίλη μου η Άννα που γνωρίζει πόσο συντηρητικός είμαι στο φαγητό ισχυρίζεται ότι κάτι έπαθα στο Παρίσι, δοκιμάζω νέες γεύσεις και τρώω πράγματα χωρίς να ξέρω, και κυρίως χωρίς να ρωτάω τι είναι. Η απάντηση στο καταλυτικό της επιχείρημα είναι εύκολη: πεινάω, και η δωδεκαετής αχρηστία στην οποία έχουν περιπέσει τα γαλλικά μου δεν με βοηθάει να ανοίξω διαλογική συζήτηση με τον κατά τόπους σεφ. Άλλωστε, το τελικό αποτέλεσμα το γνωρίζετε όλοι - η γαλλική κουζίνα είναι εξαιρετικά ευφάνταστη και εξαιρετικά ποικίλη και δεν περιμένετε εμένα να σας το πω. Οπότε, νομίζω ότι η τακτική που ακολουθώ μας εξυπηρετεί όλους, εσάς, εμένα και τον σερβιτόρο. Μετά από μια σύντομη αναζήτηση κλείνω τον κατάλογο και παραγγέλλω στα αγγλικά. Εδώ η Άννα σηκώνει τα φρύδια της και ρωτάει αν μου απαντούν και σε ποια γλώσσα. Δεν ξέρω αν η αφιξή μου στο Παρίσι είναι κοσμοϊστορικό γεγονός που σηματοδοτεί την επάνοδο της φημισμένης γαλατικής ευγένειας, είναι όμως γεγονός ότι εγώ και οι Γάλλοι, από τον δεύτερης γενιάς harki Σουλεϊμάν στο Gare de Lyon ως τον Πιέρ της brasserie στην Quai Branly συνεννοούμαστε στη γλώσσα του Shakespeare. Και επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω αν πρόκειται για φόρο τιμής στους αμερικανούς τουρίστες που έχουν κατακλύσει την πόλη επωφελούμενοι από το τριήμερο της 4ης Ιουλίου. Η ιστορία με την απροθυμία των Γάλλων να μιλήσουν αγγλικά θα μπορούσε να είναι μύθος (η Αννα που έρχεται καθημερινά σε επαφή με τους ιθαγενείς διαφωνεί), θα μπορούσε να οφείλεται σε ηλικιακή / ταξική διαφοροποίηση (οι νεαρές μεσοαστές γαλλίδες που ποδηλατούν δίπλα μου έχουν καλύτερη αγγλική προφορά κι από μένα), θα μπορούσε να ίσχυε στο παρελθόν και απλώς να έχει λήξει με τη σιωπηρή αποδοχή ότι στην εποχή της άμεσης μετακίνησης ανά τον κόσμο χρειαζόμαστε μια lingua franca και αυτή δεν είναι πλέον η γαλλική. Όχι, ακόμη και ο Rough Guide μου το επιβεβαιώνει, αν είσαι ευγενικός κι εσύ, αν τηρείς από την πλευρά σου όλους τους κανόνες της πολιτισμικής τελετουργίας, οι διαπροσωπικές σου επαφές με τους παριζιάνους θα στεφθούν από επιτυχία είτε μιλάς τα του Racine είτε τα μισητά των Σαξόνων. Είμαστε όλοι ευχαριστημένοι λοιπόν. Εκτός από την Άννα που ανυπομονεί στην επόμενη επίσκεψή μου να με ταΐσει στη Lyon, πρωτεύουσα της γαστρονομίας, διάφορα παράξενα χωρίς να φέρω αντιρρήσεις...

Rakasha's Paris Vol. II

Elégance
Το Λονδίνο είναι μια αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Το αντιλαμβάνεσαι βγαίνοντας από το τρένο στο Euston Station και ρίχνοντας μια ματιά στα εντυπωσιακά βικτωριανά που είναι διάσπαρτα, δήθεν τυχαία, κάνοντας πως σφυρίζουν αδιάφορα γύρω του. Το Παρίσι είναι μια πόλη-κομψοτέχνημα. Είναι επίσης και η πρωτεύουσα της υπερδύναμης του 17ου αιώνα που απέβη ξαφνικά η πρώτη ευρωπαϊκή δημοκρατία. Παρά τις επαναστάσεις, τους Κοινοβουλευτικούς, τους ακραίους Levellers και το γεγονός ότι είχαν γίνει βασιλοκτόνοι έναν ολόκληρο αιώνα νωρίτερα από τους ξυπόλητους της ηπειρωτικής Ευρώπης, οι άγγλοι αβράκωτοι έκαναν πίσω ολοταχώς και σήμερα ο Morrisey ονειρεύεται τη μέρα που θα φτύνουν το όνομα του Oliver Cromwell. Αντίθετα, οι Γάλλοι τοποθετούν ήδη στην Place de la Concorde τις εξέδρες από όπου θα γιορτάσουν στις 14 Ιουλίου την εποχή που μπροστά από τους κήπους του Κεραμεικού δεν κυλούσε μια ατέλειωτη ροή οχημάτων, αλλά αίματος: η εξημερωμένη σήμερα Place de la Revolution ήταν τότε ο τόπος του βίαιου θανάτου του Παλαιού Καθεστώτος διά της λαιμητόμου. Όχι ότι σήμερα στο Παρίσι βιώνει κανείς πλέον πραγματικά τη ρήξη μεταξύ République και Ancien Régime. Το άγαλμα του Danton εξακολουθεί να δείχνει προς τη Βαστίλλη, αλλά περιτριγυρίζεται από σικ καταστήματα και από τις δύο πλευρές του δρόμου. Και στην οδό Saint Honoré η οικία του Ροβεσπιέρου στον αριθμό 398 όχι μόνο είναι επικίνδυνα κοντά στο 388 του John Galliano, αλλά στεγάζει το κατάστημα Elégance. Ο κομψός δικηγόρος από το Αρράς αν μη τι άλλο θα εκτιμούσε την ειρωνεία - και μετά ως εμπνευστής της διατίμησης θα έφριττε με τις τιμές και θα έστελνε τους ιδιοκτήτες στη γκιλοτίνα.

Friday, July 4, 2008

Rakasha's Paris Vol. I


Πλησιάζοντας κανείς το Παρίσι από το Saint Denis νομίζει πως βρίσκει μπροστά του μαζεμένους όλους τους δαίμονες της Αθήνας, και ενδεχομένως και του Manchester, να γελάνε σαρκαστικά και να τον κατατρύχουν αλύπητα. Αν νομίζετε ότι στην Κηφισίας ζείτε την κόλαση της κίνησης, δοκιμάστε το traffic του Παρισιού από το Charles de Gaulle. Αν έχετε άχτι τα φρικτά batiments της Μαγχεστρίας, καμαρώστε στο Saint Denis τα τέρατα της Brandt, της LG, της Toshiba, vintage του στυλ "Ανατολική Γερμανία περί το 1970", όπως συνήθιζε να ειρωνεύεται ο supervisor μου. Εκείνο όμως που καθιστά το Παρίσι Παρίσι δεν είναι ούτε η αποτυχημένη ένεση industrial στα περίχωρα ούτε οι πηγμένοι διάδοχοι των βουλεβάρτων του Haussman. Μεταξύ των μεγαθηρίων, κάπου στον ορίζοντα, προβάλλει πάνω σ' ένα λόφο η Sacre Coeur. Κι από εκείνη τη στιγμή αντιλαμβάνεσαι ότι το Παρίσι είναι μια πόλη κόμικ, μια πόλη που χώνεψε όλα τα αρχιτεκτονικά ύφη από τον γοτθικό ρυθμό της Notre Dame ως τον αρχετυπικά μοντέρνο Tour Eiffel και όλη την ιστορία που τα συνοδεύει, μια πόλη όπου μπορείς να περιμένεις πλέον τα πάντα, zeppelin στον ουρανό, ακόμη και pigs on the wing.

Friday, June 13, 2008

Morrison Hotel

Θέλετε να αναστήσετε έναν ήρωα ξεχασμένο από δεκαετίες; Θέλετε να επαναφέρετε στην τρέχουσα continuity έναν κακοποιό που και η μάνα του προσπαθούσε να ξεχάσει, όπως τον Michel Houellebecq η δική του; Θέλετε ένα comic που να αναλύει τον τραυματισμένο ψυχισμό μιας ομάδας αναρχικών ενώ γύρω τους μαίνεται ο Αρμαγεδδών σε μια μη γραμμική ιστορία όπου η ταύτιση του καθενός με τη μία ή την άλλη πλευρά παραμένει εν αμφιβόλω ως το τέλος; Ο Grant Morrison είναι ο άνθρωπός σας.

Οπότε ο Lev Grossman
απλώς έχει άδικο. O Morrison δεν είναι εξαιρετικός συγγραφέας εξαιτίας μιας εύκολης ατάκας από το Final Crisis (άλλη μια καταστροφή του σύμπαντος της DC, μην ενοχλείστε), αλλά χάρη στην πτώση του Batman που απεργάζεται στο ομώνυμο comic. Και πάλι, όχι για το γεγονός αυτό καθαυτό, μα για τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας συνομιλεί με το παρελθόν του μέσου, βάζοντας τον Joker

να επαναλαμβάνει ουσιαστικά το Rorschach test του (ενδεχομένως) ασταθή διανοητικά Rorschach από το Watchmen του Alan Moore:



















Στα 70 πατημένα (Superman) ή επερχόμενα (Batman) χρόνια όλες οι βασικές storylines έχουν γραφτεί. Το θετικό είναι ότι ο Morrison δεν δυσκολεύεται να κατασκευάσει τις πλέον εκλεπτυσμένες παραλλαγές τους...

Tuesday, June 3, 2008

Blast from the Past

«Σηκώθηκε από τον τάφο;», αναρωτήθηκε ο 60άρης μπροστά μου βλέποντας την αφίσα της «Αριστερής Πρωτοβουλίας» (όχι, δεν πρόκειται για φρέσκους υμνητές του Τσίπρα, αλλά για εσωτερική αίρεση του ΠΑΣΟΚ που πιστεύει ακόμη ότι το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω). Τα επίθετα με τα οποία στόλισε τον μακαρίτη στη συνέχεια («τον αλήτη», «τον πούστη») εκτός από πάγια πηγαία έκφραση εκτίμησης του θυμόσοφου λαού αποτελούν την τελευταία ηχώ μιας εποχής που μοιάζει ήδη χαμένη στην αρχή του χρόνου.

Από την απόσταση μιας εικοσαετίας είναι δύσκολο να θυμάται κανείς σε ποιο βαθμό η ζωή της χώρας αναλωνόταν στην «παπανδρεομανία», για να το πετύχεις είτε πρέπει να βασιστείς στις μνήμες σου είτε να ανατρέξεις στον τύπο της εποχής και να δεις να ξετυλίγονται μπροστά σου σκηνές ανάλογες των μεσημεράδικων. Μην μπλέκεστε με τις εκ των υστέρων υπεραναλύσεις: ως τελευταίο κατάλοιπο του 19ου αιώνα η Ελλάδα χωριζόταν για μια δεκαετία σε «παπανδρεϊκούς» και αντιπαπανδρεϊκούς», εν είδει Γκόρτσων και Μαντάδων.

Πάντα έβρισκα ότι τα μεγάλα συνθηματικά hit της «Αλλαγής» δεν τα πρόσεχε κανείς από τους αλαλάζοντες προσωπολάτρες της πλατείας που ανέμεναν τις τακτικές κορυφώσεις για να διατρανώσουν την πεποίθησή τους ότι «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά». Άλλωστε δεν είμαι και σίγουρος για το πόσο θα χαίρονταν οι φωνασκώντες εν χορώ «έξω οι βάσεις του θανάτου» αν μάθαιναν ότι η «κυβέρνηση με το λαό, από το λαό, για το λαό» που τους υποσχόταν ο Ανδρέας δεν ήταν παρά η «government from the people, with the people, by the people» που ο Αβραάμ Λίνκολν επικαλούνταν, στη δική του εκδοχή του επιτάφιου λόγου του Περικλή, για τους νεκρούς της μάχης του Gettysburg. Πολύ περισσότερο που το «συμβόλαιο με το λαό» που υπέγραφε οσονούπω ήταν ουσιαστικά το «covenant with the people» με το οποίο ξεκινούσε το πρόγραμμα του Franklin Delano Roosevelt στις εκλογές του 1932. (Αν και οι προτεσταντικές παραπομπές δεν ταίριαζαν στην ελληνική κοινωνία – εξ ου και η αντικατάσταση του θρησκευτικού όρου «covenant» (διαθήκη) με τον κοσμικό «συμβόλαιο», ο οποίος είχε και το πλεονέκτημα των συνδηλώσεων του «κοινωνικού συμβολαίου» που επικαλούνταν ο Jean Jacques Rousseau). Και οι αριστεροί όλων των παρατάξεων θα διερρήγνυαν, είμαι σίγουρος, τα ιμάτιά τους κάθε φορά που τον άκουγαν να εξαποστέλλει τη δεξιά στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας», μια και επρόκειτο για δάνειο από τον Τρότσκι – εκεί έστελνε κι αυτός τους μενσεβίκους, παλιούς του συντρόφους.

Η αίσθησή μου είναι ότι η απόσταση μεταξύ ρητορείας και πλήθους, απαλλοτριωμένων εννοιών και στόχων της κομματικής πελατείας, πηγών θεωρητικής έμπνευσης και εφαρμογής της στην πολιτική πράξη εξηγεί εν μέρει την ειρωνεία της μεταστροφής του πολιτικού σκηνικού των ‘00s. Ειρωνεία βέβαια που συνίσταται στο ότι οι τότε 40άρηδες και νυν 60άρηδες, ο πρώην «λαός» και νυν «μεσαίος χώρος», οι παλαιοί «σοσιαλιστές» και τωρινοί «συντηρητικοί» επιλέγουν σήμερα να ψηφίζουν ό,τι κάποτε δήλωναν ότι δεν ξεχνούσαν.

Thursday, May 1, 2008

Iron Prophet

Ας αφήσουμε κατά μέρος τις «μικρές και ‘ανώνυμες’ ιδιοφυΐες της Marvel», δύο εκ των οποίων ακούν στα ονόματα Stan Lee και Jack Kirby, τα οποία σαφώς υπερβαίνουν το χώρο των aficionados του αμερικανικού κόμικ. Ας αφήσουμε και τον διδακτισμό περί του ιδεολογικού επιχρίσματος των χολιγουντιανών ταινιών στη νιοστή επανάληψή του. Το πιο χυμώδες κομμάτι της κριτικής του Δημήτρη Δανίκα για τον Iron Man στα χθεσινά Νέα είναι το εξής (έμφαση δική μου):

«Ο ‘κακός’ Τζεφ Μπρίτζες, ο συνέταιρος του ‘καλού’ Σταρκ με το μυστηριώδες και αραβικής προελεύσεως όνομα Οbadiah Stane. Απαγορεύεται ένας αμιγώς Αγγλοσάξων να είναι ο άρχων του τρόμου. Έχει σημασία αυτό».

Έχει, όντως, μια και το όνομα Obadiah εκτός από μυστηριώδες ή αραβικό, όπως αναμφίβολα θεωρείται στο φαντασιακό του Δανίκα, είναι στην πραγματικότητα χαρακτηριστικά βιβλικό. Στην Αγία Γραφή γυροφέρνουν καμιά δεκαριά με προεξάρχοντα τον ομώνυμο προφήτη που, κατά σύμπτωση τιμάται και στην ορθόδοξη εκκλησία με το όνομα «Αβδίας» – αν το βρίσκετε εκκεντρικά χαριτωμένο και σας περισσεύει κανένας γιός να τυραννήσετε για το υπόλοιπον του βίου του θα εορτάζει στις 19 Νοεμβρίου. Όσο για την «αμιγή αγγλοσαξωνικότητα» που απάδει στους άρχοντες του τρόμου, ως βιβλικό το Obadiah, όπως και το Ezekiel και άλλα ονόματα προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στις τάξεις των αυστηρότερων πουριτανικών σεκτών της ανατολικής ακτής τον 18ο αιώνα, με άλλα λόγια των προγόνων των σημερινών White Anglo-Saxon Protestants…

Το πρόβλημα δεν είναι οι σπουδές γλωσσολογίας που στερείται ο Δανίκας για να διακρίνει τα εβραϊκά από τα αραβικά. Δεν είναι καν η παραδειγματική του άγνοια σε ζητήματα κόμικ και pop lit που καθίσταται προφανής όποτε απαιτείται η συνδρομή του σε φιλμ που προέρχονται από τα παραπάνω πεδία (call me Lord of the Rings or V for Vendetta). Η περίπτωσή του είναι χαρακτηριστική όσων περιχαρακώνονται σε ένα ιδεολογικό πλαίσιο και στη συνέχεια υποτάσσουν την πραγματικότητα σε αυτό. Δεν αρκείσαι στα σωτηριολογικά του νιτσεϊκού υπερήρωα, θέλεις ντε και καλά μια δόση αραβικής κελεμπίας για να σου δέσει το αντιαμερικανικό γλυκό. Το Obadiah σου φέρνει στο μυαλό μια essence οσαμίας, το βαφτίζεις αραβικό, καθάρισες. Η επαλήθευση μπορεί να σου κοστίσει κανένα ρητορικό σχήμα ή, θεός φυλάξοι, την πρωτοτυπία της ιδέας – what you don't know can't hurt you. Άλλωστε πότε είδατε το αντίστοιχο του ‘correction appended’ σε site ελληνικής εφημερίδας;

Wednesday, April 23, 2008

Murder, Inc.


Αν κάνατε πρόσφατα μια βόλτα στον κοντινότερο πάγκο ενός ενημερωμένου βιβλιοπωλείου θα διαπιστώσατε ότι δύο είδη μυθιστορημάτων ευδοκιμούν στις μέρες μας: εκείνα με «κόρες» στον τίτλο (πέντε μέτρησα τις προάλλες, του μνήμονα, του λοχαγού, του στρατηγού, του αλχημιστή, του διάολος τον πατέρα της) – και τα κάθε λογής αστυνομικά. Φόνοι στην αρχαία Ελλάδα, εγκλήματα στη Ρώμη, δολοφονίες στο Βυζάντιο, serial killers που τεμαχίζουν αβέρτα από τη Σουηδία ως τη Νότια Αφρική, μοναχοί, ψυχολόγοι, ανθρωπολόγοι, ιστορικοί που εξιχνιάζουν σκοτεινές υποθέσεις, ο ελληνικός εκδοτικός χώρος αντιγράφει σταθερά τα τελευταία χρόνια την παγκόσμια λυδία λίθο της οικονομικής επιτυχίας: κλώνοι του Σέρλοκ Χολμς και τα κουλουβάχατα της ιστορίας.

Έχω την αίσθηση ότι το αστυνομικό, όπως και το ιστορικό μυθιστόρημα, γνωρίζουν σήμερα τεράστια άνθηση για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, είναι προσιτά σε ένα ιδιαίτερα ευρύ κοινό: λειτουργώντας συχνά ως εγκυκλοπαιδικοί οδηγοί και κείμενα «μαθητείας» εισάγουν τους αναγνώστες σε κόσμους για τους οποίους γνωρίζουν συνήθως μόνο αδρές λεπτομέρειες. Έπειτα, πρόκειται για έργα χαμηλών απαιτήσεων από άποψης background – τόσο ο ιστορικός όσο και ο αστικός κοινωνικός, κατά βάση, καμβάς, στον οποίο υφαίνεται το αστυνομικό μυθιστόρημα παρέχουν στον επίδοξο συγγραφέα τέτοιο πλήθος επιλογών τόπου, χρόνου και πλοκής, ώστε ο αναγνώστης να αισθάνεται ήδη ικανοποιημένος από τα βασικά στοιχεία, ανεξαρτήτως της πραγματικής ποιότητάς τους. Όταν ο Jed Rubenfeld στέλνει τον Sigmund Freud να κυνηγήσει serial killers στη Νέα Υόρκη ή όταν ο Michael Gregorio ανακατεύει τον Immanuel Kant σε μια Critique of Criminal Reason η προσθήκη ιστορικών προσώπων στο μείγμα αποτελεί το κερασάκι στην τούρτα με τη δημιουργία ενός αστυνομικού υβριδίου στη λογική του lifestyle – οι επώνυμοι πουλάνε.

Εκτός αυτού, το αστυνομικό μυθιστόρημα εμπίπτει πλέον στην κατηγορία του research. Με τον εμπλουτισμό των ανά τον κόσμο αρχείων, τη γενίκευση της πρόσβασης, τη δυνατότητα προσέγγισης αυθεντικών case files που παρέχει σε ορισμένες περιπτώσεις το internet, ο επίδοξος συγγραφέας ενός crime novel δεν χρειάζεται να κοπιάσει υπερβολικά για την επινόηση μιας πλοκής, μπορεί κάλλιστα να αντιγράψει πραγματικές υποθέσεις του παρελθόντος. Δεν απαιτείται να διαθέτει επαγγελματική εμπειρία που να τον βοηθήσει, αρκεί να προσφύγει στις αναμνήσεις ή τα αποτελέσματα της εργασίας κάποιου πρώην επαγγελματία. Δεν είναι καν απαραίτητο να αναλωθεί ο ίδιος στην έρευνα: ως και ο James Ellroy που διακρίνεται σαφώς από τον εσμό των γραφιάδων αναθέτει τη βρώμικη δουλειά της συλλογής των στοιχείων σε «ερευνητές». Και βέβαια καθώς το αστυνομικό μυθιστόρημα κατατάσσεται στα είδη του pulp fiction, όπου ο ρυθμός, η αφηγηματική ταχύτητα και οι ανατροπές της πλοκής μετρούν περισσότερο από την ποιότητα των χαρακτήρων, του ύφους και της γλωσσικής έκφρασης εξακολουθεί να μην χρειάζεται καν να είναι κανείς καλός συγγραφέας για να σταδιοδρομήσει σε αυτό. Σκεφτείτε μόνο τις DaVinciάδες που μας κατακλύζουν τα τελευταία χρόνια.

Είχα κάποτε την τύχη σε ένα signing πριν από μερικά χρόνια να πετύχω τον George Pelecanos με διάθεση για κουβεντολόι. «Μην κοιτάς αυτούς που κάνουν κόλπα και περιπλέκουν τα πράγματα με το κοινωνικό στοιχείο. Εγώ τη βρίσκω με το παλιό καλό pulp αστυνομικό», ήταν η μάλλον απορριπτική του αντίδραση, όταν του ανέφερα τον Ian Rankin. Δεν του είπα αυτό που μου πέρασε από το μυαλό – ότι στο pulp fiction κρυβόταν ανέκαθεν και πολλή σκαρταδούρα…

Monday, April 7, 2008

Equus albus

Ιπποκλίνομαι στον ελληνικό περιοδικό τύπο και τις ιπποχθόνιες εμπνεύσεις του...
Υ.Γ. Για την ενημέρωσή σας επί του ημερησίου φρόντισε ήδη ο Sraosha και η περιστασιακή μας synchronicity.

Sunday, March 16, 2008

Fail-Safe


Στον απόηχο της κρίσης των πυραύλων της Κούβας η Columbia Pictures έδωσε το ok για το γύρισμα δύο ταινιών με θέμα τον Ψυχρό Πόλεμο και τις δυνητικές συνέπειες μιας κρίσης που θα έφτανε στα άκρα. Αντλώντας από πρόσφατα παρόμοια μυθιστορήματα οι σκηνοθέτες επέλεξαν διαφορετικά οχήματα, την κωμωδία, έστω και μαύρη, και το δράμα αντίστοιχα, για να καταλήξουν παρ’ όλα αυτά σε παρόμοια συμπεράσματα: ότι μια ενδεχόμενη νέα κλιμάκωση της έντασης δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει κάποια στιγμή στην καταστροφή – μερική ή απόλυτη.

Ο Stanley Kubrick επέβαλε ουσιαστικά στην Columbia να κυκλοφορήσει πρώτη η δική του ταινία, τον Ιανουάριο του 1964. Κι επειδή φυσικά ήταν ο Stanley Kubrick, o Dr Strangelove αποτελεί ως σήμερα must see για κάθε κινηματογραφόφιλο, εν μέρει μόνο γιατί είναι κωμωδία. Το Fail-Safe, από την άλλη πλευρά, βρέθηκε αναγκαστικά από τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς στη σκιά της δεξιοτεχνίας του Kubrick, από την οποία δεν βγήκε ποτέ. Παρά το στυλιζάρισμά της και κάποιες κοινοτοπίες χαρακτήρων και καταστάσεων, η ταινία του κάθε άλλο παρά τυχαίου Sidney Lumet επιτυγχάνει από πολλές απόψεις περισσότερο το στόχο της. Αποδίδει καλύτερα τα δύο κυρίαρχα στοιχεία του Ψυχρού Πολέμου, την παράνοια και τη γεροντοκρατία. Λειτουργεί άρτια στο επίπεδο της suspension of disbelief, σε μια θεματική πλοκή που ευνοεί την μαύρη κωμωδία, όχι τη σοβαροφάνεια του δράματος. Έχει τόσο εξαιρετικό σκηνοθετικά τέλος (οι εκρήξεις του Kubrick; Χα!) που οφείλεις να παραμείνεις καθηλωμένος στη θέση σου μέχρι να πέσει και ο τελευταίος τίτλος (για δύο λόγους, από τους οποίους ο ένας είναι ο ήχος).

Όταν κανείς φτάνει στο countdown του Lumet έχει ήδη συνειδητοποιήσει ότι αν ο Dr Strangelove ήταν η ταινία που έπρεπε να βλέπουμε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το Fail-Safe απέχει ίσως λιγότερο από το σήμερα. Όχι γιατί κινδυνεύουμε εκ νέου από μια αναθέρμανση της αντιπαλότητας ΗΠΑ-Ρωσίας, αλλά επειδή τα neocon μυαλά σουβλάκι που εμπνεύστηκαν την αναδιάταξη της Μέσης Ανατολής μέσω του δόγματος shock and awe δεν απέχουν πολύ από τις νοητικές διεργασίες του καθηγητή Groeteschele, ο οποίος θεωρητικολογεί περί του αριθμού των νεκρών, επιχειρηματολογεί υπέρ του first strike, αρλουμπολογεί για μια πιθανή συνθηκολόγηση των Σοβιετικών υπό το κράτος του αναπόφευκτου της αμερικανικής επίθεσης – και χαστουκίζει την πραγματικότητα στο πρόσωπο μιας όμορφης γυναίκας που παρασύρεται από την αφροδισιακότητα της γνώσης. Not much of a surprise – άλλωστε όλη η χαρωπή εκείνη παρέα των Rumsfeld, Wolfowitz, Perle και Cheney δεν ανδρώθηκαν στον ρυπαρό Λευκό Οίκο του Richard Nixon, τον οποίο (ηθελημένα ή όχι) θυμίζει η σκοτεινή φιγούρα του εξαιρετικού δόκτορα Walther Matthau;

Saturday, March 8, 2008

The Uses of History

Στο βιβλίο του Wild Europe: The Balkans in the Gaze of Western Travellers, ο Bojidar Jezernik παραθέτει μια διδακτική περίπτωση για το πώς η ιστορία προσαρμόζεται βολικά και εύπλαστα στα αιτήματα των καιρών. Αναφέρεται σε μια σειρά ορθόδοξων εκκλησιών της πρώην Γιουγκοσλαβίας, όπου οι φιγούρες των αγίων διακρίνονται για τα βγαλμένα τους μάτια. Η ερμηνεία των κατοίκων των περιοχών και των περιηγητικών κειμένων που κατέστησαν το γεγονός γνωστό στη δυτική γραμματεία από τον 19ο ήδη αιώνα, ήθελε τους Τούρκους, αγαπημένους others του ευρωπαϊκού πολιτισμού, να βεβηλώνουν με αυτό τον τρόπο τους ναούς – χωρίς να εξηγεί ωστόσο αποτελεσματικά γιατί η συμβολική βία της απόξεσης των αγιογραφιών δεν εκδηλωνόταν με λιγότερο εκλεπτυσμένα μέσα (τη φωτιά και το τσεκούρι, για παράδειγμα…) Η ιστορική έρευνα έδειξε στην πορεία ότι στην πραγματικότητα ο εικονικός ακρωτηριασμός οφειλόταν στην υπερβολική ευσέβεια των χριστιανών κατοίκων, οι οποίοι, δεισιδαίμονες όντες, χρησιμοποιούσαν πόσιμα διαλύματα τοιχογραφιών από τα μάτια των αγίων για να θεραπεύουν τις οφθαλμικές τους ασθένειες – ακούγοντας και τη δίψα τους παράλληλα. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε τους σέρβους διανοούμενους της δεκαετίας του ’80 να ανασύρουν από τη λήθη τη δοκιμασμένη συνταγή επιρρίπτοντας τις ευθύνες για την ανάλογη βεβήλωση του μοναστηριού της Gracanica τον 19ο αιώνα στους αλβανούς του Κοσόβου, κακούς, ψυχρούς, μουσουλμάνους και, κυρίως, πρόχειρους εχθρούς. Όταν ο συγγραφέας βρέθηκε το 2000, μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, μπροστά σε μια ανάλογη εικόνα στο Jovan Bigorski (για δες, στην ΑντιμετακαταπαραΜακεδόνια, κατά σύμπτωση) παρατήρησε ότι οι ευθύνες είχαν αλλάξει κατεύθυνση: τώρα, κατά τους σεβάσμιους μοναχούς, ήταν πλέον οι άθεοι κομμουνιστές που χαράκωναν τους αγίους. Κι έχει ο θεός για να βολευτούμε στο μέλλον, αιρετικοί ευρωπαίοι, σατανιστές νατοϊκοί, αμερικάνοι τουρίστες, γύφτοι οπαδοί της Παρτιζάν, τσιράκια του Ερυθρού Αστέρα, από εχθρούς άλλο τίποτα, γεμάτη είναι η ιστορία "μας"…

Monday, March 3, 2008

The Birthday post

Το γιατί ξεκίνησα να γράφω εδώ πριν από τρία χρόνια, πέρα από την πρόσκληση του αντιπροσώπου του Ahura Mazda, βρίσκεται στο περιθώριο αριστερά, στην εικόνα που παραπέμπει στο αριστούργημα του Don DeLillo, για το οποίο έχουμε υποσχεθεί στον εαυτό μας ότι θα γράψουμε κάτι εδώ, όταν θα έχουμε τόσο καθαρό μυαλό ώστε να τιμήσουμε το Underworld όπως του αξίζει. Η αλήθεια λοιπόν, την οποία αναζητώ από μικρός σαν τον κακορίζικο Fox Mulder (άνευ Scully though), είναι πως σκεφτόμουν ότι το blog θα ήταν μια καλή ευκαιρία να υποστηρίξω γιατί το Triumph of Death, οι 51 πρώτες σελίδες του DeLillo είναι ό,τι καλύτερο έχει γραφτεί την τελευταία πεντηκονταετία στην αγγλική γλώσσα. Στο μεταξύ φυσικά βρήκα διάφορες αφορμές να ποστάρω επί παντός του επιστητού εκτός από την αρχική αφορμή. Αλλά τα κείμενα δεν τα ζορίζεις, αν δεν σχηματιστούν από μόνα τους και δεν στοιχηθούν για να παρουσιάσουν όπλα δεν γίνεται τίποτα.

Στο ενδιάμεσο ανακαλύψαμε τη ζωή στους άλλους πλανήτες του blogging, περισσότερο ο Sraosha, που είναι ο μεγάλος αναγνώστης, λιγότερο εγώ, που κινούμαι με χαοτικό τρόπο και δεν μπορώ να δώσω μια απόλυτα πειστική απάντηση για τη διόλου ορθολογική διαδικασία με την οποία επέλεξα να διαβάζω ό,τι διαβάζω:

(Ζηλεύω τη ματιά της helion και τις μικρές, απέριττες λεπτομέρειες που αναδεικνύει, απόδειξη για τις μικρές χαρές που μπορείς να ανακαλύψεις στην καθημερινή ζωή και οι οποίες αρκούν για να δηλώσεις satisfied of the world at the end of the day.

Μου αρέσει το how-to-stay-sane-in-the-city feeling που προκύπτει όταν διαβάζω τη xilaren και το gospel according to her.

Εκτιμώ απεριόριστα τον τρόπο που ο Sraosha κατασκευάζει μικρά υποδειγματικά μοντέλα της αναγωγής από το ατομικό στο συλλογικό, από το ειδικό στο γενικό.)

Where does that leave me? Where i' ve been all my life. Να φτιάχνω κουρδιστά παιχνίδια της γραφής και να τα χαζεύω να πηγαίνουν ως εκεί που φτάνει το ελατήριό τους.

Monday, February 18, 2008

Nazi boyfriend


“The world and everything in it…”


Κλείνοντας κανείς τις Ευμενίδες του Jonathan Littell δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί, όπως και πριν τις ανοίξει, γιατί να σπεύσει ικέτης στις σελίδες τους. Η χαλαρότητα με την οποία ο Littell σεργιανίζει τον ναζί πρωταγωνιστή του στα πεδία του μύθου της Ορέστειας είναι αναντίστοιχη των δυνατών εικόνων της πλήρους απανθρωποποίησης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που καταφέρνει να αποδώσει. Τα αιμομικτικά όργια του δρα Ορέστη – Μαξιμίλιαν με την frau Ηλέκτρα – Ούνα μοιάζουν μάλλον προσχηματικά, επίφαση διακειμενικότητας και overdose αυτοαναφοράς, σε σύγκριση με τις περιγραφές των εκτελέσεων στην Ουκρανία ή των θεαματικά μικρόνοων ηγετών των ναζί, οι οποίοι, ως δόκτορες της κατά Umberto Eco τετρατριχεκτομίας και οραματιστές της μητραδελφοχαιρετιστήριας μηχανικής, προβάλλουν ως άλλοι Μπουβάρ και Πεκυσέ – βλάκες με πατέντα, με άλλα λόγια. Αν και δεν πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, η αίσθηση είναι ότι η ιστορία γράφει το βιβλίο από μόνη της, εφόσον ο συγγραφέας τη χαϊδεύει, της φέρεται καλά και μπαίνει στον κόπο να επινοήσει και κανά-δυο χαρακτήρες της προκοπής – από τις σφαγές του Κιέβου ως τη Götterdämmerung του ερειπωμένου Βερολίνου διά του απαραίτητου Στάλινγκραντ, ο Littell λειτουργεί μάλλον ως copy editor μιας πλειάδας σύγχρονων ιστορικών.

Στις αρχές του 21ου αιώνα το μυθιστόρημα ως είδος επιστρέφει στις ρίζες του. Η συνήθης τάση των συγγραφέων της «λαϊκής» λογοτεχνίας (horror/SF/Fantasy) να γράφουν τόμους στο μέγεθος κομοδίνων για τους ίδιους βιοποριστικούς λόγους που ο Αλέξανδρος Δουμάς έβαζε τον Γκριμώ, υπηρέτη του Άθου, να ξεστομίζει μια λέξη τη σειρά, επεκτάθηκε σταδιακά, του Word βοηθούντος, και στους υπόλοιπους. Οι οποίοι ανακάλυψαν τη χαρά του να δημιουργούν σύμπαντα ολάκερα. Η γραμμικότητα της αφήγησης, η σημασία της πλοκής, ο πολλαπλασιασμός των χαρακτήρων τείνουν στη μεγιστοποίηση του αριθμού των σελίδων και στον εγκλεισμό εντός τους ενός ολόκληρου κόσμου. Tom Jones, War and Peace, Moby Dick, το ιδανικό πολλών από όσους γράφουν σήμερα είναι να ξεπεράσουν τους κλασικούς παίζοντας στην έδρα τους. Οι Ευμενίδες είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα των τελευταίων ετών, αν και η βιβλιογραφία βρίθει παραδειγμάτων, από τις Amazing Adventures of Kavalier and Clay του Michael Chabon ως το The Crimson Petal and the White του Michel Faber. Ως και το πρόσφατο Against the Day του πατριάρχη του μεταμοντερνισμού Thomas Pynchon δεν θυμίζει και πολύ το Gravity’s Rainbow.

Το ερώτημα βέβαια παραμένει αν οι επίγονοι έχουν τα φόντα να φανούν αντάξιοι του εγχειρήματος. Αν οι Ευμενίδες δεν είχαν γραφεί από έναν Καναδό στα γαλλικά και δεν είχαν κερδίσει το Goncourt προς φρίκη της ελαφρώς ξιπασμένης γαλλικής διανόησης κι αν ο Λιβάνης δεν είχε κερδίσει τον πλειστηριασμό, θρυλείται, με 50.000 ευρώ, για τα δικαιώματα του μυθιστορήματος, θα ενδιαφέρονταν περισσότεροι για έναν κολοσσό 960 σελίδων με μικροσκοπική γραμματοσειρά και αχνή εκτύπωση; Ο δρ Αουε δεν έχει πολλά να μας πει για το Γ΄ Ράιχ που δεν τα ξέρουμε από αλλού, που δεν τα έχουμε δει στις απανταχού λίστες – του Σίντλερ και άλλων. Το ηθικό ερώτημα της ιστορίας (πώς ένας συνηθισμένος άνθρωπος μεταβάλλεται σε εγκληματία πολέμου) υπονομεύεται από την αλληγορία – εξ αρχής ο Μαξιμίλιαν δεν είναι συνηθισμένος άνθρωπος. Οι λάτρεις των λεπτομερειών (της διοικητικής συγκρότησης της ναζιστικής μηχανής, της μικροπολιτικής ισορροπίας στο εσωτερικό των SS, της ανεξάντλητης θηριωδίας ως καθημερινότητας) θα απορροφηθούν από τον πλούτο τους. Οι υπόλοιποι ενδέχεται και να διαολοστείλουν τον κάθε sturmbannführer και oberstürmführer που παρελαύνουν αμετάφραστοι στις στέπες του τόμου.

Monday, February 11, 2008

Less is (Rush)more

Ο James Mason εμφορείται από τη χαρακτηριστική του gravitas. O Cary Grant παραμένει ατσαλάκωτος ακόμη κι όταν σέρνεται στο χώμα. Και η Scarlet Johansson τελικά δεν είναι παρά ένας όμορφος κλώνος της Eva Marie Saint. Το North by Northwest αποτελεί μια ταινία που παρά το εμβληματικό της status μεταξύ των κριτικών δίνει τόσο το μέτρο όσο και τα όρια της επιβίωσης του έργου του Alfred Hitchcock στην εποχή του suspension of disbelief. Κι αν, παρά την προεικόνιση της παράνοιας των ‘70s (Three Days of the Condor/ParallaxView/All the President’s Men), από την άποψη του ρεαλισμού δύσκολα πείθει τους απαιτητικούς θεατές του 21ου αιώνα, οι οποίοι γνωρίζουν πιθανότατα περισσότερα για τις μεθόδους και τον τρόπο λειτουργίας των μυστικών υπηρεσιών από όσα έμαθε ο πάπας του suspense σε όλη του τη ζωή, εικαστικά η ταινία έχει πολλά πράγματα να μας πει. Άλλωστε, από τις αριστουργηματικές εναλλαγές λήψεων ως τις συμβάσεις των πρωταγωνιστών, τον γιγαντισμό των σκηνικών και τις επιλογές των προτύπων που θυμίζουν κόμικ, η Σκιά των τεσσάρων γιγάντων δεν απέχει πολύ από ένα '40s δημιούργημα του Bill Finger ή του Will Eisner σχεδιασμένο από τους κορυφαίους pencillers της εποχής. Με τον τρόπο αυτό, το φιλμ του Hitchcock διαβάζεται τόσο νοσταλγικά όσο και το The Amazing Adventures of Kavalier and Clay του Michael Chabon: ως μια εκδρομή στη golden age, σπονδή σε μια εποχή απλούστερων χαρακτήρων, όπου οι αχθοφόροι φορούσαν κόκκινα πηλίκια και το σεξ γινόταν απαρέγκλιτα μεταξύ αστερίσκων, τευχών και σκηνών.

Saturday, January 19, 2008

The Ballad of Mr Howard

Πολλοί θα βρουν πολλούς λόγους για να μην δουν το The Assassination of Jesse James. Θα του καταλογίσουν ότι είναι αργό, ότι κρατάει πολύ, ότι δεν έχει δράση, ότι δεν διαχειρίζεται σωστά τις σιωπές και τις κραυγές του, ότι φλυαρεί ακόμη και στα βλέμματα. Η γοητεία όμως, όπως και ο διάβολος, κατά περίεργη σύμπτωση, κρύβεται πάντα στις λεπτομέρειες, δειλή σαν τον υπότιτλο: στο πριονίδι στο πάτωμα του σαλούν όπου ο Nick Cave τραγουδά μια δολοφονική μπαλάντα, στις παρεμβάσεις του αφηγητή, στη λίγδα της μορφής των πρωταγωνιστών μιας εποχής χωρίς all mod cons. Ωστόσο, είναι μια ταινία για την ανθρώπινη μικρότητα, όπου οι ήρωες είναι μικροί, οι παράνομοι μικροί και μικρόψυχοι, οι μικροί καθημερινοί άνθρωποι μικροί και άψυχοι. Στο διαχωρισμό των φύλων, πιο άψυχοι προκύπτουν οι άνδρες: σε αντίθεση με τις γυναίκες, που γνωρίζουν τα μικρά πράγματα που θέλουν (σεξ, οικογένεια, φήμη), οι άνδρες στον Jesse James είναι παιδιά που ζητούν να τους πουν «μπράβο». Όπως και το Midnight Cowboy σχεδόν σαράντα χρόνια πριν, ο Jesse James είναι τελικά μια ανθρώπινη κωμωδία ιδιαίτερα απαισιόδοξη για την πορεία μιας κοινωνίας όπου τα ταπεινά κατά βάση κίνητρα όλων ωραιοποιούνται για την κατά Erving Goffman παρουσίαση του εαυτού στο θέατρο της καθημερινής ζωής.