Sunday, September 27, 2009

Girlfriend is better


Καπιταλισμός και ανθρώπινες σχέσεις. Το σημείο όπου αυτά τα δύο σημεία τέμνονται για τον Steven Soderbergh δεν είναι τα μέσα παραγωγής, αλλά το σεξ. Φαινομενικά, το αγοραίο σεξ, μια και η ηρωΐδα του είναι ένα call girl υψηλής περιωπής. Πρακτικά, το σεξ, τελεία. Το σεξ φέρνει μαζί του και τα δικά του ενοχλητικά μπαγκάζια που λέγονται «συναισθήματα». Στο The Girlfriend Experience ο έρωτας μπαίνει από το παράθυρο – σε καμία περίπτωση σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα μεν, αλλά hovering around like the ghost of a memory. Το κλειδί μιας ταινίας αποτελούμενης από μια σειρά face to face conversations κατά τις οποίες λέγονται αλήθειες και ψέματα για ανάγκες και επιθυμίες βρίσκεται στην παρατήρηση ενός από τους συζητητές στη διάρκεια ενός διαλόγου με την πρωταγωνίστρια: «We are having a transaction here». Κάθε διάλογος είναι μια συναλλαγή περί συναισθημάτων – ή μια συναλλαγή συναισθημάτων. Η περίπτωση της διερεύνησης των συναισθημάτων ενός call girl ενδεχομένως να θεωρείται ακραία ως βάση γενικότερων ερμηνειών, ο τρόπος ωστόσο που στήνει την ταινία ο Soderbergh μοιάζει για μένα να δείχνει ότι έχει περισσότερα κατά νου από το να διηγηθεί απλώς ένα ηθικολογικό παραμύθι για την εκπόρνευση του καπιταλιστικού ανθρώπου (όλοι στο φιλμ έχουν τις επιλογές τους και όλες είναι συναινετικές) ή μια weird ερωτική ιστορία για έναν συναισθηματικά ανάπηρο χαρακτήρα (μια και στην ταινία δεν εμφανίζεται σχεδόν κανείς αρτιμελής). Το υποδόριο ερώτημα του Girlfriend Experience δεν είναι το κατά πόσο η επί χρήμασι επαφή διαστρέφει τις κανονικές ανθρώπινες σχέσεις. Η σύγκριση που θέτει επί τάπητος ο Soderbergh είναι κατά πόσο υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ των πελατειακών σχέσεων της Chelsea και της σχέσης με τον εραστή της. Η τελική αμφιβολία που σπείρει το Girlfriend, εκκινώντας από μια κρίση του καπιταλισμού, είναι το αν και σε ποιο βαθμό το δούναι και λαβείν των ανθρώπινων σχέσεων σήμερα διαφέρει στην υπόστασή του αν το νόμισμα της συναλλαγής μεταξύ δύο μερών είναι μεταλλικό ή συναισθηματικό.

Wednesday, September 23, 2009

Requiem for aN Dream

«The film depicts different forms of addiction, leading to the characters’ imprisonment in a dream world of delusion and reckless desperation that is subsequently overtaken and devastated by reality» (Wikipedia).

Παρακολουθώντας χτες και σήμερα την αγαπημένη κινησιολογία και φρασεολογία του πρωθυπουργού (χέρια που κάνουν κοφτές κινήσεις στον αέρα υπό την εναλλάξ υπόκρουση των αποφθεγμάτων «αυτή είναι η αλήθεια» και «αυτή είναι η πραγματικότητα») χτύπησα την πόρτα δίπλα κι έκανα μια επίσκεψη στον Rakasha του 2004. Πριν από τις εκλογές του 2004 σκεφτόμουν ότι ο Κώστας Καραμανλής είχε δύο δρόμους μπροστά του: είτε να στηριχθεί στους μετριοπαθείς κεντροδεξιούς (Σουφλιά, Mπακογιάννη, Δήμα, Χατζηδάκη, Σπηλιωτόπουλο – τη Σαλώμη, όχι τον πτέραρχο) στρέφοντας οριστικά το κόμμα προς το μεσαίο χώρο, είτε να ακολουθήσει τα κελεύσματα της λαϊκής δεξιάς (Πολύδωρα, Γιακουμάτο και λοιπούς λαμπρούς διανοούμενους). Η εκδίωξη του Καρατζαφέρη παρέπεμπε προς αυτή την κατεύθυνση, όπως και η διάγνωση της επικοινωνιακής τους ομάδας ότι οι εκλογές του 1996 και του 2000 είχαν χαθεί από το ανάλογο των «Reagan Democrats», των «δεξιών του Σημίτη», οι οποίοι είχαν αποστασιοποιηθεί από τον «Καρδίτσα Καρδίτσα» και την πρώτη ενσάρκωση του (pace Μαλβίνα) δάμαλου ως εμπνευστή του «αρχιερέα της διαπλοκής». Ωστόσο, το επικοινωνιακό επιτελείο δεν αντλούσε ικανοποίηση από τα απλά, χρειαζόταν την επιβεβαίωση από τα πιο περίπλοκα. Εξ ου και τεχνηέντως ο Καραμανλής χρίστηκε διάδοχος του Ανδρέα Παπανδρέου: θαυμαστής του (check), master tactician (check), ευφραδής ηγέτης (check). Τι κάνει ένας ευφραδής και στιβαρός ηγέτης; Χτυπάει το χέρι στο τραπέζι για να επιδείξει την εξαιρετικά δημοφιλή στην Ελλάδα και εξίσου δύσκολα οριζόμενη έννοια της «μαγκιάς». Το ηγετικό προφίλ του Κώστα Καραμανλή οικοδομήθηκε πάνω στη λαδόκολλα του Μπαϊρακτάρη όπου υποτίθεται ότι βρόντηξε τη γροθιά του, γαμοσταύρισε δέκα νταβαντζήδες και πέντε συντεχνίες και ενδύθηκε τα ιμάτια του σεμνού και ταπεινού κυβερνήτη. Σε συνδυασμό με την ηθικολογία του ιδεολογήματος της διαπλοκής, το οποίο υποκαθιστούσε την ανάγκη παραγωγής πολιτικής με την επιθυμία εφαρμογής μιας ιδιόμορφης εκδοχής του «απόλυτου προορισμού» (γαλάζιοι εκλεκτοί του Θεού – πράσινοι υπηρέτες του Σατανά) καθιστούσε τη συνέχεια μάλλον προδιαγεγραμμένη. Οι «μεταρρυθμίσεις» υπήρξαν ο φερετζές του λαϊκισμού, τον οποίο ο πρωθυπουργός φορούσε εναλλάξ με τα κοστούμια που του έκοβαν καμάρια του ύψους των Βύρωνα (praetores urbis) Πολύδωρα και Πάνου («και κομμουνιστές θα γίνουμε για το λαό») Παναγιωτόπουλου. Η στελέχωση των κρατικών μηχανισμών δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από την εποχή των κλαδικών του ΠΑΣΟΚ. Η σπορά των Μανώληδων έφερε θερισμό Τατούληδων. Και ο ηγέτης της ΝΔ ανακάλυψε εν είδει requiem ότι το μαγικό βοτάνι της επικοινωνίας, όπως παρεχόταν μασημένο από τον (σνιφ) «γιο του ταχυδρόμου», χωρίς τη στήριξη όχι στρατηγικής διακυβέρνησης, αλλά έστω της ελάχιστης συγκροτημένης πολιτικής φιλοσοφίας, αρκεί ενδεχομένως για να εξαπατάς λίγους για μεγάλο χρονικό διάστημα, πολλούς για μικρό χρονικό διάστημα – όχι όμως όλους για πάντα.

Wednesday, September 16, 2009

A Pale View of Hills



«Σ’ όλη μου τη ζωή λάτρεψα τους τόπους. Πάντα ο τόπος ήταν καλύτερος από τους ανθρώπους». Με τον άνθρωπο που έζησε κάθε στιγμή της ζωής του προσπαθώντας μανιωδώς να ενσαρκώσει το πρότυπο του ανδρισμού, τον Ernest Hemingway, διαφωνούμε ριζικά. Κυρίως γιατί διαβάζοντας κείμενά του όπως οι Πράσινοι λόφοι της Αφρικής αντιλαμβάνεται κανείς σε προτάσεις σαν την παραπάνω τη δυνητική μισανθρωπία με την οποία επενδύεται στερεοτυπικά το ιδανικό του. Στο ταξιδιωτικό αυτό αφήγημα, οι πέτρες, τα δέντρα, η φύση, λαμβάνουν λυρικές διαστάσεις, ενώ οι ανθρώπινες φιγούρες, ανδρικές και γυναικείες, εμφανίζονται στην καλύτερη περίπτωση ως συμπαθείς lesser deities. Στο σύμπαν του Hemingway δεσπόζει φυσικά η δική του προσωπικότητα που δοξάζει κοινοτοπίες της εποχής, όπως το μεγαλείο του πολέμου, και περιγράφει ευλαβικά τη χαρά του κυνηγιού με τρόπο που για τις σημερινές μας ευαισθησίες μοιάζει σχεδόν χυδαίος: «νιώθοντας τρυφερότητα» για τη σύζυγό του, η οποία στέκεται δίπλα του, ενώ ο ιθαγενής οδηγός κάνει τις απαραίτητες τομές προκειμένου να γδάρει το τομάρι ενός βούβαλου που ο μεγάλος άνδρας μόλις έχει σκοτώσει. Ωστόσο, ένα βιβλίο στο οποίο ο Hemingway διατείνεται διαρκώς ότι αγαπά τους Αφρικανούς ως οντολογική κατηγορία, ενώ παράλληλα δεν παραλείπει να ανακαλύψει παντοειδή ελαττώματα σε όσους από αυτούς συναντά προσωπικά, διασώζεται ίσως από μια στιγμιαία ενατένιση του Ρεύματος του Κόλπου που του αποκαλύπτει εν μέρει την ανθρώπινη κατάσταση (προτού τον καταλάβει ασίγαστη μανία για τις κυνηγετικές επιτυχίες κάποιου άλλου): «και τα δάφνινα στεφάνια από τις νίκες μας, οι λαμπτήρες των ανακαλύψεων, τα άδεια προφυλακτικά των μεγάλων ερώτων μας επιπλέουν ανούσια στο μοναδικό πράγμα που διαρκεί – το ρεύμα». Εν τέλει οι καταγεγραμμένες εντυπώσεις είθισται να μας λένε περισσότερα για τον τρόπο σκέψης των συγγραφέων τους παρά για τα αντικείμενα των περιγραφών τους. Αδίκως αναζητεί κανείς εγγενές και απόλυτο νόημα σε τόπους και σε πράγματα – γιατί ο τόπος, dear Ernest, είναι οι άνθρωποι.

Monday, September 14, 2009

In my dreams I'm dying all the time



Είναι μάλλον προφανές, αλλά ας το ομολογήσουμε και officially. We’re back in business.

Tuesday, September 8, 2009

All the Names

Στο πρόσφατο βιβλίο του Hitler's Empire: Nazi Rule in Occupied Europe, o Mark Mazower περιγράφει ένα στιγμιότυπο από την κατοχή της Αλσατίας μετά την παράδοση της Γαλλίας στο ναζιστικό καθεστώς τον Ιούνιο του 1940. Λόγω της γερμανικής καταγωγής πολλών από τους κατοίκους της περιοχής, η Αλσατία αποσπάστηκε εκ νέου από τη Γαλλία, όπως μετά τον πόλεμο του 1870, και εντάχθηκε διοικητικά στο Γ' Ράιχ. Ο gauleiter Robert Wagner διέταξε στο πλαίσιο του εκγερμανισμού της περιφέρειας τη μετατροπή των γαλλικών ονομάτων του πληθυσμού σε γερμανικά με ορθολογικά guidelines που δεν θα επέτρεπαν σε διάφορους Dumoulin να μεταλλαχθούν σε Vondermhuler, Zurmuhlen, Muller και Dumuller. Σύντομα, ωστόσο, οι αξιωματούχοι του γραφείου του βρέθηκαν μπλεγμένοι στα χωράφια της γλωσσολογίας: ένας πρότεινε όλοι οι Robert να γίνουν Rupprecht, άλλος του αντέτεινε ότι ο ίδιος ο προιστάμενός τους ήταν Robert. Όταν κάποιος ανακάλυψε τη λύση για το επώνυμο του κυρίου Boulois στο εύηχο γερμανικά Bulwa, έτερος συνάδελφος του επεσήμανε ότι η πρότασή του μάλλον ταίριαζε ακουστικά σε αφρικανό φύλαρχο. Η διχογνωμία για το επώνυμο «Charpentier» αφορούσε την απόδοσή του ως «Scharpenter» ή «Zimmermann» Και κάποιοι για να περιπλέξουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα έφεραν ως παράδειγμα τα ονόματα του υπουργού γεωργίας και του ηγέτη του τμήματος υγείας του ίδιου του Γ' Ράιχ: τόσο το «Walther Darré» όσο και το «Leonardo Conti» μόνο με άρεια ονόματα δεν έμοιαζαν.

Το διδακτικό αυτό παραμύθι ονοματοποιίας τελειώνει με την παρατήρηση ενός αλσατού αυτονομιστή, ο οποίος αναρωτιέται ειρωνικά πόση σημασία μπορεί να έχει ένα τέτοιο παιχνίδι εν μέσω μιας πολεμικής κρίσης - και έχει εν μέρει δίκιο. Η ομφαλοσκόπηση των προσδιορισμών λειτουργεί αποτρεπτικά σε σχέση με τη συνειδητοποίηση της γενικότερης εικόνας των πραγμάτων: αν ασχολείσαι με τα σημεία του ορίζοντα δυσκολεύεσαι να προσλάβεις στις κανονικές τους διαστάσεις τις πολιτικές διαδρομές της καθημερινότητας. Όμως και η ονοματοδοσία είναι μια μορφή ελέγχου - γι' αυτό και οι πολέμιοι των McDonald's ως προγεφυρώματος αμερικανοδουλείας δεν καθησυχάστηκαν προφανώς παρά μόνο όταν το «Big Mac» έγινε «MacΣαρακοστή» και όσοι ανησυχούσαν για τα 's' του Βήματος ως προανάκρουσμα εκλατινισμού της ελληνικής δεν ανέπνευσαν παρά μόνο όταν το κατά την προσφιλή τους έκφραση «Λαμπρακιστάν» άρχισε να τηρεί ίσες αποστάσεις μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Εν τέλει, όπως ανακάλυψαν και οι Ναζί στην Αλσατία τα ονόματα είναι ενδεικτικά - δεν καθορίζουν όμως από μόνα τους ούτε τη συνείδηση ούτε την ταυτότητα. Όπως και η παρουσία ή μη του MKD επί της οθόνης.