Tuesday, February 26, 2013

Italics

«Η πικρή επίγευση μιας σχεδόν συμβολικής νίκης της αριστεράς» μένει στον συντάκτη της Repubblica από το πανηγύρι στο οποίο εξελίχθηκαν οι ιταλικές εκλογές της 24-25 Φεβρουαρίου. Αυτή, και μια υποψία υπόνοιας, μάλλον συνηθισμένη στην απανταχού κεντροαριστερά, ότι το εκλογικό σώμα ενέδωσε για μια ακόμα φορά στα λάθος κελεύσματα – στις «πολιτικές δυνάμεις που πόνταραν στην κοινωνική οργή που απελευθερώθηκε πάνω από την Ευρώπη, στους φόρους, στο αίτημα για θεσμική ρήξη κατά της πολιτικής τάξης ή της νέας τεχνοκρατικής ελίτ». Ως πρώτη ανάγνωση του αποτελέσματος δεν είναι ακριβώς λαθασμένη, ως ερμηνεία του όμως έχει περιορισμένη αξία. Είναι η θεωρία του γόη φιδιών: εκείνος παίζει το φλάουτο, ο Διαμαντής χορεύει στο σκοπό του. Στο ρόλο του γητευτή πρώτα ο Μπερλουσκόνι, τώρα ο Γκρίλο. Η αριστερά καταγάγει ξεψυχισμένες νίκες επειδή δεν χαϊδεύει αυτιά. Η «ήρεμη δύναμη» υφίσταται τις συνέπειες του να μην κραυγάζει. Ο λαός κάνει συστηματικά λάθος.

Μια κοινωνία όμως δεν μπορεί να επιδεικνύει χαρακτηριστικά ομαδικού συμπεριφορισμού. Αν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ή ο Μπέπε Γκρίλο αποκαθιστούν μια απευθείας σύνδεση με ένα καίριο ποσοστό των εκλογέων, αυτό δεν συμβαίνει επειδή το εκπαιδεύουν σαν σκυλί του Παβλόφ να του τρέχουν συλλογικά σάλια στο πάτημα εννοιών – κουμπιών. Υπάρχουν οπωσδήποτε στο λόγο τους πυροτεχνήματα προορισμένα να ενεργοποιήσουν αντανακλαστικά, ηθικού κατά βάση χαρακτήρα: οι «κομμουνιστές» του Σίλβιο απευθύνονται σε όσους κυριαρχούνται ακόμη από τα σύνδρομα της παλαιοδεξιάς (ο ψυχροπολεμικός αντικομμουνισμός ως το φάντασμα της ανελευθερίας), οι «κλέφτες» του Μπέπε σε εκείνους που θέλγονται από συλλήβδην καταδίκες των ελίτ (το μεσσιανικό όραμα της εκπύρωσης των αδίκων και της συνακόλουθης βασιλείας των δικαίων στον επίγειο παράδεισο). Προσεγγίζουν όμως επίσης με ευθύ τρόπο προβλήματα που τεχνοκράτες όπως ο Μάριο Μόντι αντιμετωπίζουν δια της τεθλασμένης: η λιτότητα δεν ισοδυναμεί με μεταρρύθμιση, η πανάκεια της Άνγκελα Μέρκελ δεν πείθει ως πασπαρτού αντιμετώπισης κρίσεων, το πολιτικό σύστημα δεν δείχνει σημάδια απεξάρτησης από μια χρόνια αναποτελεσματικότητα. Οι δαιδαλώδεις απαντήσεις των κεντρο-αριστερών αντηχούν ως υπεκφυγές. Η αμεσότητα του μηνύματος των Γκριλουσκόνι εκλαμβάνεται ως απάντηση.  

Το ιταλικό πολιτικό σύστημα βέβαια έχει υποστεί ήδη μια κατακλυσμική αλλαγή. Από την περίοδο της πτώσης της πρώτης μεταπολεμικής δημοκρατίας ελέω Αντόνιο ντι Πιέτρο και της αποκάλυψης ενός δικτύου θεσμοποιημένης πολιτικής διαφθοράς που κάλυπτε το σύνολο σχεδόν των πυλώνων της κομματικής διάταξης δεν διακρίνονται ούτε καν τα ερείπια του προηγούμενου σκηνικού. Η «Χριστιανική Δημοκρατία» μπορεί να επιζεί κάπου ως όνομα, χωρίς αυτό να είναι βέβαιο, ορισμένοι διεκδικούν την κληρονομιά των σοσιαλιστών, αν και όχι του Μπετίνο Κράξι, το σημερινό «Δημοκρατικό Κόμμα» έχει αποβάλει προσεκτικά κάθε αριστερά από τον τίτλο του, για διαφορετικούς λόγους, στο πλαίσιο της ηθελημένης αποστασιοποίησης από το τότε ισχυρότερο και προοδευτικότερο κομμουνιστικό κόμμα της Ευρώπης. Έκτοτε, η πλημμυρίδα και η άμπωτη των δημοσκοπικών κυμάτων έχουν αναδείξει ουκ ολίγους επίδοξους σωτήρες μετά των σχηματισμών τους – για να τους ξεβράσουν στην ακτή αργότερα. Ο Ουμπέρτο Μπόσι κράδαινε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 τη Λέγκα του Βορρά ως το σφυρί με το οποίο θα διασπούσε την Ιταλία στα εξ ων συνετέθη. Απέβη ο πιστότερος σύμμαχος του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ο Τζιανφράνκο Φίνι υπήρξε μια φορά και έναν καιρό το πρόσωπο του δέους ενός προελαύνοντος μεταφασιστικού κινήματος. Διαχύθηκε στη σούπα της δεξιάς των ’00s. Ο Ρομάνο Πρόντι ήταν ο πρώτος professore που ήρθε να σώσει την αριστερά από τον εαυτό της. Φθάρθηκε στις μυλόπετρες της διακυβέρνησης 1996-2001. Το πολυδιάστατο (και η πολυδιάσπαση) της ιταλικής πολιτικής την τελευταία εικοσαετία προσαρμόζει, λειαίνει, ενσωματώνει άτομα και παρατάξεις με την ίδια ευχέρεια που η πρότερη ενσάρκωσή της παρήγαγε συμμαχίες για να αποκλείσει την αριστερά από την άσκηση της εξουσίας. Από την άποψη, αυτή η ανάδειξη του Μπέπε Γκρίλο σε frontman του πρώτου σε ψήφους κόμματος της ιταλικής Βουλής δεν λέει πολλά. Για να το κάνει, θα πρέπει να παγιωθεί – τόσο ο frontman ως σταθερή πολιτική φιγούρα όσο και το κίνημα ως διακριτή πολιτική παρουσία.

Είναι κάτι τέτοιο εφικτό; Να ένα αίνιγμα προς λύση για το ιταλικό πολιτικό σύστημα (και όχι μόνο, ίσως). Σύμφωνα με τον John Hooper του Guardian Μπερλουσκόνι και Γκρίλο διάγουν βίους παράλληλους ως προς το ότι κατανόησαν (και χρησιμοποίησαν) άριστα το καινοτόμο μέσο της εποχής τους: την τηλεόραση ο πρώτος, το διαδίκτυο ο δεύτερος. Η διαπίστωση ακούγεται ορθή – μια πρώιμη ανατομία των Grillini από το βρετανικό think tank Demos υποδηλώνει ότι η δυνητική δεξαμενή ψηφοφόρων του πρώην κωμικού περιέχει κατά κανόνα άνδρες, ώριμης ηλικίας, αυτοτοποθετούμενους στα αριστερά, με πολύ υψηλότερο ποσοστό ανεργίας από τον μέσο όρο, οι οποίοι απορρίπτουν σε συντριπτικό βαθμό κυβέρνηση, κατεστημένα πολιτικά κόμματα, κοινοβούλιο, τράπεζες και οικονομικούς θσμούς, μέσα ενημέρωσης αλλά εμπιστεύονται σε ποσοστό 76% το internet. Αποτελεί όμως η παραπάνω αναλογία «το μέσον είναι το μήνυμα» εγγύηση αντίστοιχης επιτυχίας; Κατά μία έννοια, η τηλεόραση αποτελεί έναν «μεγάλο εξισωτή»: μπορεί να λειτουργήσει ως ομογενοποιητικό στοιχείο τάσεων, συμπεριφορών, ιδεολογιών. Η ισχύς του διαδικτύου είναι ακριβώς η αντίστροφη – η συμπαράθεση της διαφοράς: τα κινήματα που έχει γεννήσει ή υποβοηθήσει μέχρι στιγμής, από την «Αραβική Άνοιξη» ως τους αγανακτισμένους, αποτελούν συμμαχίες που συναρθρώνονται στον ηλεκτρονικό χώρο υπό κοινή σημαία, συναντώνται στον κανονικό, αλλά δεν συγκολλώνται (ως τώρα τουλάχιστον) σε μόνιμες συμπορευόμενες δυνάμεις. Ο δρόμος, ως μορφή διαμαρτυρίας, είναι κατεξοχήν φιλικός προς τα κινήματα. Το κοινοβούλιο, όμως, ως δίοδος μετάπλασης της διαμαρτυρίας σε ανανεωτική πράξη είθισται να απαιτεί συντεταγμένα κόμματα. Ασκέρια, είναι η αλήθεια, εισέρχονται κατά καιρούς σε βουλές, σπάνια όμως το επαναλαμβάνουν. Είτε εξατμίζονται είτε μεταλλάσσονται (οπότε, όρα προηγούμενη παράγραφο) – είτε βέβαια, σε μοναδικές περιπτώσεις, γίνονται τα ίδια καταλύτης συνολικής αλλαγής. Αλλά τότε μιλάμε για πολιτικές επαναστάσεις.   

Κάποιοι ήδη σπεύδουν να κατατάξουν μπερλουσκονική δεξιά και γκριλική συναστρία σε κοινό αντιευρωπαϊκό σχήμα. Γοητευτικό ως υπόθεση, δύσκολα επαληθεύσιμο ως συμπέρασμα. Αφενός γιατί στα known knowns ο Μπερλουσκόνι δεν αποτελεί φιλοευρωπαίο ή ευρωσκεπτικιστή εκ πεποιθήσεως αλλά εκ συγκυρίας, ανάλογα με το τι εξυπηρετεί τον Καβαλιέρε της στιγμής. Αφετέρου γιατί στα unkown unknowns o Γκρίλο είναι performer, όχι πολιτικός, και οι ψηφοφόροι του νεφέλωμα. Έως ότου ξεκαθαριστεί έμπρακτα η στάση τους στη βουλή ευκολότερα μπορεί να τους χρεώσει κανείς στην ευρύχωρη πανευρωπαϊκά χορεία των επιρρεπών στο λαϊκισμό παρά αβασάνιστα σε εκείνη των ταγμένων στον αντιευρωπαϊσμό. Ο κατακερματισμός της χθεσινής ψήφου άλλωστε περισσότερο υποδεικνύει απορία απέναντι στα τεκταινόμενα παρά πλειοψηφικά ρεύματα ιδεών. Από την άποψη αυτή το πρόβλημα της Ιταλίας είναι ότι ενίοτε μοιάζει με τον καλύτερο διάδοχο της Αυστροουγγαρίας, όπως την περιέγραφε ο βιτριολικός βιεννέζος δημοσιογράφος Karl Krauss: μια χώρα όπου «η κατάσταση είναι μονίμως απελπιστική, όχι όμως σοβαρή».