Thursday, March 30, 2006

Vicious Cabaret


"Αμερικανική υπερπαραγωγή Ταλιμπάν
«V for Vendetta» και όλα τούμπα. Ταινία στα μέτρα υπερπαραγωγής, με σεναριογράφους τους αδελφούς Γουατσόφσκι της τριλογίας «Matrix» και σκηνοθέτη τον Τζέιμς Μακ Τιγκ, με Άγγλους Ταλιμπάν που επιχειρούν να κατεδαφίσουν τη Βουλή των Λόρδων προκειμένου να επαναφέρουν αληθινή δημοκρατία στη Βρετανία! Ο σκελετός της ιστορίας είναι μείγμα από «Φάντασμα της Όπερας» και κόμικς, όπου αυριανός Λονδρέζος Μπιν Λάντεν (Χιούγκο Γουίβινγκ), με μάσκα Κόμη Μοντεκρίστο να καλύπτει μονίμως το παραμορφωμένο - από το φασιστικό καθεστώς - πρόσωπό του, σχεδιάζει μαζική εξέγερση και εκθρόνιση του αυταρχικού κυβερνήτη (Τζον Χαρτ), παρέα με την πεντάμορφη Νάταλι Πόρτμαν! Έξυπνη σύλληψη, φλύαρη αφήγηση, μονότονη επανάληψη και σχηματική, στεγνή,πολιτική και αισθητική ανάπτυξη. Κρίμα η πρόθεση!"


Η τελευταία ταινία που ο Δημήτρης Δανίκας, παλιός οδηγός μου στις σκοτεινές αίθουσες, πρέπει να απόλαυσε ως ταινία και όχι ως θεωρία συνωμοσίας πρέπει να ήταν ο Αγγλος Ασθενής το 1993. Το πρόβλημα, για μένα, δεν είναι το γεγονός ότι ο Δανίκας επιμένει εδώ και 13 χρόνια περίπου να μας εξηγεί κάθε εβδομάδα ότι πίσω από το χολιγουντιανό ποπκόρν το μοχθηρό τέρας της αμερικανικής καπιταλιστικής ιδεολογίας σηκώνει το άσχημό του κεφάλι, που θα πάει, πες πες θα μας το γράψει με πυρωμένο σίδερο μέσα στο ακατοίκητό μας όπως σκάλισαν τον κρίνο στον ώμο της Μυλαίδης και θα τελειώσει το φροντιστήριο. Δεν έχω επίσης απαίτηση να γνωρίζει εκ των προτέρων ο κριτικός τον Alan Moore, έστω κι αν με ξενίζει το γεγονός ότι αγνοεί τον «λογοτεχνικότερο» (με τoν ποιητή Neil Gaiman από κοντά) των κόμικ συγγραφέων – όπως δεν είχα και την απαίτηση το 1999 να έχει διαβάσει το Lord of the Rings, γιατί θα μπορούσε άνετα να μου πει ότι είναι ηλίου φαεινότερον ότι η σύναξη των Ροχίριμ είναι η Γερουσία των Η.Π.Α. Δικαιούμαι νομίζω, όμως, να έχω την απαίτηση να διερευνά αυτό που πρόκειται να γράψει, ή να βάζει κάποιον noir του 19ου αιώνα να το τσεκάρει τέλος πάντων, ώστε να μην κάνει λόγο για τη «μάσκα Κόμη Μοντεκρίστο» και να εννοεί το «σιδηρούν προσωπείο». Θα μου πείτε, ωραία, μικρό το κακό, του Αλεξάνδρου Δουμά πατρός είναι και τα δύο. Μόνο που, κοίτα να δεις γκαντεμιά, ο Guy Fawkes στον οποίο παραπέμπει το V for Vendetta δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, είναι ένας ζηλωτής καθολικός που το 1605 θα τίναζε στον αέρα τον Ιάκωβο Α΄ και το αγγλικό κοινοβούλιο, κάτι σαν Ιούδας των προτεσταντών, μια και στη Βρετανία ακόμα καίνε το ομοίωμά του και ρίχνουν τόνους πυροτεχνήματα κάθε 5 Νοεμβρίου. Τον V, πάει στο διάολο (εδώ γύρω, δηλαδή), μπορείς να τον δεις όπως θες, ως ταλιμπάν, ως Κάλιμπαν, ως Οσάμα, ως μουσαμά ή ως παστουρμά, είναι δικαίωμά σου κι έχει να κάνει με την οργιάζουσα ή μη φαντασία σου, αλλά στην εποχή που η Wikipedia απέχει ένα κλικ από εκεί που γράφεις η αμάθεια έχει πάψει να συγχωρείται…

Saturday, March 25, 2006

B & W


Γυρίζω με ταξί από τα γενέθλια ενός φίλου. Οι δρόμοι εννοείται πηγμένοι, παρά την έξοδο. Ίσως να φταίνε τα ανοικονόμητα SUV, πού να φαντάζονταν αυτά τα δυνάμει ερπυστριοφόρα όσοι χάραζαν τις λεωφόρους της Αθήνας στα 50s; Μαζί με τον Ξυλούρη από τα airwaves έρχεται μια αίσθηση μελαγχολίας. Η φωνή του Νίκου Ξυλούρη –μαζί με ένα «βιντεοκλίπ» του Διονύση Σαββόπουλου να περιφέρεται ξημερώματα στους δρόμους της Αθήνας επί δικτατορίας με ηχητική υπόκρουση την ματαιότητα του Δημοσθένους Λέξις– είναι για μένα η επιτομή της δεκαετίας του ’70. Με βάζουν σε ένα mood περίεργων πραγμάτων, καταστάσεων στα όρια του θρύλου, εποχών σύγκρουσης και συγκρότησης όλων εκείνων των δυνάμεων της ιστορίας που στην τριακονταετία που πέρασε επεξεργάστηκαν το σήμερα. Φωτογραφίες του Πολυτεχνείου, το τανκ που ρίχνει την πύλη, ένας δημοσιογράφος με κοκάλινα γυαλιά που κοιτάζει έναν νεκρό σε κρεβάτι νοσοκομείου. Κοινά για όλους, υποθέτω, οπτικοακουστικά ντοκουμέντα. Για μένα η δεκαετία του ’70 είναι βασικά άλλη μια ακολουθία από ασπρόμαυρες εικόνες. Η ατομική μνήμη έχει μπερδευτεί με τη συλλογική, με θραύσματα από γνώμες, περιγραφές και ακούσματα, στοιχειοθετείται πιο πολύ από πρωτοσέλιδα ή δελτία ειδήσεων που θυμάμαι ότι έχω δει. Τα ‘70s είναι ένας άλλος κόσμος. Είναι τα Big Beasts της Ιστορίας που έδιωξαν τα προσωπικά. Είναι then.

Στα ‘00s (now) o ζόρια τραβών οδηγός του μεσαίου κυβισμού Ι.Χ. ΚΛΕΙΝΕΙ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΗΣ ΛΕΩΦΟΡΟΥ τον ταξιτζή για να τον κάνει να ανοίξει το παράθυρο έτσι ώστε να μπορέσει να τον βρίσει επειδή κατά τη γνώμη του πηγαίνει σαν κότα στην αριστερή λωρίδα (όπου «κότα» είσαι όταν οδηγείς εντός του ορίου ταχύτητας των 90 χλμ. α/ω...)

Monday, March 20, 2006

One more cup of coffee for the road

Με τρώει το χέρι μου να γράψω για διάφορα τελευταία. Για τον Μιλόσεβιτς και πώς η κρίση νομιμοποίησης μετα τον θάνατο του Τίτο ανέδειξε στις ισχυρότερες οικονομικά δημοκρατίες της ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας πολιτικές ελίτ που αναδύθηκαν από την πρώην νομενκλατούρα με παρασημοφορημένο οπορτουνισμό και φυλαρχικές τάσεις, έτσι Φράνιο, Σλόμπονταν και λοιπές φιλικές παρέες; Για το πώς οι έλληνες πολιτικοί μου φαίνεται ότι γίνονται ενίοτε, είτε εκ προθέσεως είτε όχι, κακέκτυπα του είκοσι χρόνια πια μακαρίτη Ούλοφ Πάλμε, πηγαίνοντας στον κινηματογράφο και οριοθετώντας έναν ωραίο κενό χώρο απουσίας γύρω τους, υποδεικνύοντάς μας έμμεσα ότι προτιμούν να μην συγχρωτιστούν με τους πληβείους – η απόσταση καλλιεργείται έντεχνα όταν δεν υπάρχει ανάγκη to press the flesh, έτσι Κωνσταντίνε Μητσοτάκη; Για το πόσο, τέλος, πολλοί από μας έχουν καταναλώσει χαρωπά άφθονο οπτικό όσο και τζανκφουντικό ποπκόρν τα τελευταία χρόνια που δυσκολεύονται να χωνέψουν μια μη γραμμική αφήγηση όπως της Syriana – έτσι Ηλία Φραγκούλη; Αλλά καταλήγω τελικά, πιο πολύ ως συνειδητοποίηση παρά ως απολογία, να επανερμηνεύω το γνωστό motto του γνωστού Free: «πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε» δεν σημαίνει «τα δοκιμάζουμε όλα πριν από σας για σας». Σημαίνει ότι είτε το θέλουμε είτε όχι, η ζωή παίρνει προτεραιότητα. Ότι δεν περιμένει, ότι δεν καταλαβαίνει από deadlines, προγράμματα και υποχρεώσεις, ότι κάποια στιγμή σε παίρνει και σε σηκώνει, in sickness and in health, in joy and sorrow, για να οξυγονοκολλήσω τα πλέον ξεκάρφωτα, τους γαμήλιους όρκους των αγγλοσαξόνων και το ψευδογκόθικ των ΗΙΜ. Με τρώει λοιπόν το χέρι μου να γράψω διάφορα. Αλλά πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε...

Wednesday, March 1, 2006

Rakasha's Literary Supplement #2


Ο Χρήστος Χωμενίδης έγραψε καλό μυθιστόρημα. Ο Θεός να μας φυλάει.

Ίσως να φταίει που οι χαρακτήρες του δεν είναι πια μόνο φορείς ανομολόγητων πόθων, οι πιο ενδιαφέρουσες δραστηριότητές τους δεν είναι οι παρτούζες ως υποκατάστατα εξουσίας και οι ίδιοι δεν είναι αθεράπευτα αντιπαθείς. Υπάρχει ένα στοιχείο ωριμότητας που περιορίζει την παρωδία, αν και αυτή αφήνεται και πάλι λίγο ανεξέλεγκτη στο πανηγύρι των ζουρλών που ακολουθεί τη σύλληψη της «Εταιρείας», και ίσως να έχει να κάνει και με τα βιώματα του συγγραφέα, ο οποίος μόλις έγινε σαράντα, άρα έχει έντονες και μνήμες των καταστάσεων και της εποχής – και τις χρησιμοποιεί καλύτερα από τη θητεία του στο Ύψος των Περιστάσεων. Είναι μια δουλειά γύρω από την πρόσληψη και την εικόνα των πραγμάτων, μια ιστορία που δεν εκτυλίσσεται ούτε μπροστά σ’ εμάς ούτε καν μπροστά στους πρωταγωνιστές της, αλλά σε δύο καθρέφτες: εκείνον του παρελθόντος των χαρακτήρων και εκείνον της real 17 Νοέμβρη. Εκείνο που επιτυγχάνει όμως πλήρως είναι να μην αφήσει καμία από τις απόψεις, καμία από τις βεβαιότητες που έχουν κατά καιρούς προβληθεί από όλες τις πλευρές, και υποστηριχθεί από όλες τις υπόλοιπες, χωρίς να την υπονομεύσει – εκεί έγκειται και η ομορφιά του μυθιστορήματος: στην πολυπρισματικότητά του. Για μια φορά ο Χωμενίδης δείχνει sympathy for the devil. For all the devils.

Εκτός από έναν.

Πίσω από τη μυθοπλασία υπάρχει ένα υπόβαθρο. Και το υπόβαθρο αυτό, που στα προηγούμενα βιβλία του μπορούσε κανείς να θεωρήσει απλή αφορμή για να παρωδήσει, να χλευάσει, να κάνει χοντρή πλάκα, εδώ που ο τόνος είναι σοβαρότερος αναδεικνύεται σαφέστερα. Η απαισιόδοξη, θλιβερή του άποψη για την ελληνική κοινωνία αποτελεί εωτερίκευση του πλέον αναμασώμενου στερεότυπου του ελληνικού δημόσιου λόγου. Ο Χωμενίδης ενδίδει hook, line and sinker, και αποδίδει επί μια δεκαετία σπονδές, στο ιδεολόγημα του «βαλκανισμού», που δεν είναι παρά το flipside και η δικαίωση της «μοναδικότητας» από άλλο δρόμο: όπως η επίσημη Ελλάδα είναι η χώρα του φωτός, του πολιτισμού, της ορθοδοξίας, της δημοκρατίας, των αρχαίων προγόνων, του αδάμαστου φρονήματος, όπου όλοι έρχονται να ζήσουν το μύθο τους γιατί παντού υπάρχει ένας μύθος, η ανεπίσημη καφενόβια παραδεκτή και από τους επίσημους σε ανεπίσημες στιγμές Ελλάδα είναι ένας βαλκανικός αχταρμάς, χωρίς θεσμούς, χωρίς νόμους, χωρίς ηθική, χωρίς τάξεις, χωρίς κοινωνία, συνονθύλευμα και τόπος εφαρμογής της κατά Hobbes ζωώδους κατάστασης πολέμου όλων εναντίον όλων. Που είναι, με άλλα λόγια, όπως και η επίσημη Ελλάδα, μια εξαίρεση, που δεν μπορεί να κριθεί με τα συνήθη, κοινά, ευρωπαϊκά ή άλλα μέτρα και σταθμά, που χρειάζεται εφευρέσεις ολόκληρες νέων κλιμάκων για να διαπιστωθεί το μέγεθος της απόκλισής της από τα άλλα, τα για όλους τους υπόλοιπους μέτρια και καθημερινά.

Το ζήτημα είναι απύθμενο βέβαια και δεν σκοπεύω να το κουράσω άλλο εδώ, πέρα από μια μικρή μόνο νύξη. Σε κάποια φάση ένας από τους βασικούς του ήρωες νοσταλγεί την Αμερική «σαν να ήταν η Γη της Επαγγελίας» (σε αντίθεση με τον «πολτό», τη Βαλκάνια Ελλάδα always). Ποια Αμερική όμως; Την Αμερική του 19ου αιώνα, όπου οι ψήφοι εξαγοράζονταν εν μέση οδώ βάσει του συνθήματος “three acres and a cow”; Την Αμερική όπου ο στρατιωτικός νόμος της Reconstruction των Νοτίων πολιτειών μετά τον εμφύλιο εξασφάλιζε δύο νοθευμένες τετραετίες στον στρατηγό Γκραντ; Την Αμερική των προεδρικών εκλογών του 2000 στη Φλόριντα; Ή την Αμερική του Jack Abramoff όπου τα χρήματα «περνούν από τις σωστές παλάμες»; Γιατί αυτή η «γη» δεν είναι περισσότερο «πολτοειδής» από την εδώ; Γιατί, στερεοτυπικά πάντα, το γρασίδι του γείτονα είναι πιο γλυκό...