Thursday, June 22, 2006

Dinosaur Jr.

Ο Sraosha μου θύμισε με το σχόλιό του στο αποκάτω post έναν ξεχασμένο όρο, θαμμένο βαθιά στον καιρό της λάσπης, το έλος με τους Κέρμιτ της μνήμης που αποτελεί η δεκαετία του ’80. Η «δεινοσαυρίαση» των ‘80s αποτελεί, κατά την άποψή μου, χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς ο δημοσιογραφικός (αλλά και ο δημόσιος εν γένει) λόγος διέπεται από κανόνες, νόρμες - και μόδες. Ρίπτοντας ξαφνικά ένα βλέμμα στην υπόλοιπη Δύση, η οποία μόλις έβγαινε από μια φάση προϊούσας γεροντοκρατίας, απόλυτα ταιριαστής με την ακινησία του ψυχρού πολέμου, έγκριτοι αναλυτές και πολιτικοί συντάκτες χρησιμοποίησαν τον όρο «δεινόσαυροι» για να περιγράψουν μια πολιτική τάξη που η δικτατορία των συνταγματαρχών της είχε στερήσει την κανονική της σειρά στην πορεία των κοινοβουλευτικών εξελίξεων και η οποία έπαιρνε καθυστερημένα πανηγυρική ρεβάνς από το χρόνο. Κοινωνικά, η «δεινοσαυρίαση» μάλλον έδειχνε προς την πλευρά των «νέων ανθρώπων» και κάλυπτε την επιθυμία μιας νέας μεσαίας τάξης, εκείνης των θηλαστικών που οι μεγάλες σαύρες είχαν εκθρέψει στη σαβάνα της μεταπολίτευσης, να απογαλακτιστεί από όσους την είχαν αναδείξει. Η έννοια δουλεύτηκε παράλληλα με το «τέλος της Μεταπολίτευσης», κομήτη ολοένα ερχόμενου που θα εξαφάνιζε υποτίθεται τους δεινόσαυρους, και που σαν το γνωστό λύκο εξαγγέλθηκε δυο-τρεις φορές πριν επέλθει οριστικά (πρόπερσι με είκοσι χρόνια απόκλιση από τις έγκυρες προβλέψεις), και γαρνιρίστικε με τους «σαραντάρηδες», πρόσκαιρο ευφυολόγημα που φιλοδοξούσε να καταστήσει πολιτικό κεφάλαιο την ηλικία του Αντώνη Σαμαρά – αμφότερα (ηλικία και Αντώνης) αποδείχθηκαν αέρας κοπανιστός. Για όσους θυμούνται, ο όρος τελικά ψόφησε κάπου το 1995, πριν ακόμα και από την Πολιτική Άνοιξη, δηλαδή – ανέτελλε ήδη ο αντικαταστάτης, η στιγμή του «εκσυγχρονισμού»…

* Η αντίστοιχη, και διδακτικότερη ίσως, μουσική κουβέντα, έλαβε τέλος με την έλευση του grunge, οπότε όλοι οι νεοπάνκ σωτήρες του Seattle δήλωσαν οπαδοί του φερόμενου ως πτεροδάκτυλου Bowie – που μετά έβγαλε για πλάκα το ημι-industrial Outside και διάφοροι φυκοπώλες λούφαξαν…

Friday, June 2, 2006

Rock of Ages


Το 1997 στο χώρο των αμερικανικών κόμικς όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά της Image. Η εταιρεία που επιχείρησε να σπάσει το κατεστημένο των βιομηχανικών κολοσσών Marvel και DC δημιουργώντας τη Λίγκα των Ανεξάρτητων Τζέντλεμεν, μια συνομοσπονδία δημιουργών με κυρίαρχα δικαιώματα πάνω στους χαρακτήρες τους, μακριά από την εταιρική δουλεία των ανωτέρω, στηριζόταν κατά βάση σε πάρτα-στη-μούρη visuals, λίαν εντυπωσιακά αλλά χωρίς μεγάλη σχέση με plot και λοιπά κατάλοιπα του μεσαίωνα. Στους χαλεπούς καιρούς του τέλους του 20ού αιώνα τα μαστόδοντα της βιομηχανίας αντιλήφθηκαν με σήματα που πήραν από τους νευρώνες τους με καθυστέρηση περίπου τριών ετών ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και όφειλαν να κουνήσουν την ουρά τους, την προβοσκίδα τους, αυτά με τα οποία τα προίκισε ο θεός τέλος πάντων, για αν ανακτήσουν τους αναγνώστες που διέρρεαν κατά χιλιάδες. Οι μεν Marvel προσέφυγαν σε crossover και ξεκίνησαν κάποια comics από την αρχή (spit and from the start: καθαγιασμένη από το χρόνο τακτική, σύμφωνα με την οποία όταν κάτι δεν πουλάει το ξαναρχίζεις από το #1, ενίοτε δε κι απ’ το #0), οι δε DC ανασκουμπώθηκαν και φώναξαν τον Grant Morrison, ιδιοφυή και ιδιόρρυθμο σκωτσέζο από τη Γλασκώβη με προϊστορία στα ανεξάρτητα, να τους γράψει τη JLA.

H JLA είναι οι Avengers της DC: οι ισχυρότεροι ήρωες του σύμπαντος μαζεμένοι all together με απώτερο σκοπό να κάνουν τους κακούς κρεμμυδόσουπα. Ο Morrison έγραψε 36 τεύχη (μαζί με κάτι σκάντζες): ήταν μακράν η πιο αλαζονική JLA που έχει διαβάσει άνθρωπος, είχε τον Batman όπως επιβάλλεται να γράφεται (λιγότερες κουβέντες κι από τον Γκριμώ, υπηρέτη του Άθου στους Τρεις Σωματοφύλακες και επινόηση του Αλέξανδρου Δουμά για να γράφει μια λέξη τη γραμμή και να πληρώνεται περισσότερα για τις επιφυλλίδες του) και χίλιους κι έναν διαφορετικούς τρόπους για να σου αποδείξει ότι ο Plastic Man είναι ο πιο αδικημένος χαρακτήρας από καταβολής κόμικς.

Το αριστούργημα του Morrison είναι το Rock of Ages, μια ιστορία μέσα σε μια ιστορία μέσα σε μια άλλη ιστορία που εκτυλίσσεται στα τεύχη 10-15. Μια τυπική υπόθεση συνασπισμού των αρχικακών για μια battle of wits το σαββατοκύριακο και τη Δευτέρα σπίτια μας, μετατρέπεται από τη μια στιγμή στην άλλη σε αναζήτηση της φιλοσοφικής λίθου και όπου μόνη νίκη είναι η ήττα, διαφορετικά η Γη υποτάσσεται στο μέλλον στις ορδές των εξωγήινων του αρχετυπικού τυράννου-cum-Θεού Darkseid. Μέσα σε μια μη γραμμική εξιστόρηση, όπου πολύ συχνά ο μη μυημένος αισθάνεται την έντονη ανάγκη να πετάξει το τεύχος στα σκουπίδια προτιμώντας να ανακαλύψει τις παραγνωρισμένες αρετές των έργων του Soren Kierkegaard, υπάρχουν κρυμμένα δύο κορυφαία πάνελ, στα οποία συμπυκνώνεται η τεχνοτροπία και η ευρηματικότητα του Morrison. Στο τεύχος 12, σελίδα 4, ο Green Lantern στο ρόλο του young fool, αναζητώντας επί αιώνες τη φιλοσοφική λίθο φτάνει σε έναν πλανήτη-νεκροταφείο όπου βρίσκει να κείτονται εκατοντάδες νεκροί ήρωες, πεσόντες στη διάρκεια της εκστρατείας – με άλλα λόγια το δάσος του Sir Percival στον κύκλο των Ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης. Όλο το τεύχος 14 με τίτλο Twilight of the Gods, στο οποίο διεξάγεται μια επική μάχη κοσμικών διαστάσεων, είναι γραμμένο από την οπτική γωνία κάποιου που εμφανίζεται για πρώτη φορά στη σειρά, κάποιου που δεν αναγνωρίζουμε – έως ότου φτάσουμε στη σελίδα 16 και πει “I circle around”, σήμα κατατεθέν του Black Racer, ξεχασμένου χαρακτήρα της δεκαετίας του 1970 και προσωποποίησης του θανάτου-ψυχοπομπού. Κι αν μεγαλώσατε πλέον και δεν πιστεύετε στα φτερά νυχτερίδας, στην τηλεπάθεια, τους παλιούς θεούς και την εποχή της ομίχλης ή, έστω, πώς ένας τύπος με μπέρτα και σκι που εμφανίζεται μόνο σε μια μικρή σκηνή στην κάτω δεξιά γωνία μιας σελίδας μπορεί να μετατραπεί σε μια ελεγειακή παρουσία, κάντε μια προσωρινή εκεχειρία με τον εαυτό σας και δώστε στον ομώνυμο του Jim μια ευκαιρία...

“And where my shadow falls, all things end”.