Saturday, May 23, 2009

Being artificial

“Their hands fitted well, the grip was intricate, unbreakable, there were so many points of contact”. O Ian McEwan, στη σελίδα 52 του The Innocent δίνει μια από τις ωραιότερες περιγραφές των χεριών ενός άνδρα και μιας γυναίκας: δακτύλων που συσφίγγονται αναζητώντας αναγνωριστικά τις θέσεις τους στις γραμμές εκείνων του άλλου. Η δύναμη της γραφής του McEwan πηγάζει ακριβώς από την ευστοχία της λεπτομέρειας. Η συγκρότηση των μυθιστορημάτων του μοιάζει να βασίζεται στην ευαισθησία με την οποία είναι δομημένη μια εικόνα, έτσι ώστε όσο και να τη μεγεθύνει ο αναγνώστης δεν παρεμποδίζεται από κόκκο, αλλά συνεχίζει να βλέπει με κρυστάλλινη καθαρότητα τα εξ ων συνετέθη.



Ενδεχομένως αυτό να αποτελεί και μέρος του προβλήματος της μυθοπλασίας του McEwan: οι υπέροχες συναρμολογούμενες κατασκευές του είναι τόσο λεπτεπίλεπτες ώστε μόνο ως tableaux vivants μπορούν να λειτουργήσουν. Εισάγοντας την παραμικρή κίνηση, μια ιδέα δυναμικής, οι αρθρώσεις μπλοκάρουν και το σύνολο κολλάει. Συνήθως, οι ήρωές του είναι τόσο ζωηρά σκιαγραφημένοι που ξεχνάς την προφανή (και πρωτοφανή) τους ατυπικότητα, η οποία στρεσάρει το suspension of disbelief στα όριά του: sociopaths με τον μαγνητισμό του Christian Bale εισβάλλουν σαββατιάτικα στο upper middle class σπίτι σου και θέλουν να βιάσουν την κόρη σου, νευροχειρουργοί πατέρες που τους σώζουν από βέβαιο θάνατο στο καπάκι της απόπειρας, ζευγάρια που βιώνουν τραυματικά την πρώτη νύχτα γάμου σε βαθμό τραγωδίας (είδατε τι πάθαιναν στα ‘50s που δεν είχαν σεξουαλική διαπαιδαγώγηση;), εραστές που μετατρέπονται απολύτως ορθολογικά σκεπτόμενοι σε δολοφόνους τεμαχιστές πτωμάτων. Καθώς η πρόζα καλύπτει τις λογικές ακροβασίες, αργείς να ανακαλύψεις ότι το έργο του McEwan μοιάζει ώρες ώρες να βασίζεται στο θυμόσοφο λαϊκό δόγμα της «κακιάς στιγμής» – της στατιστικής απιθανότητας που μετατρέπει συνηθισμένους ανθρώπους σε αθύρματα μιας βάσκανου μοίρας. Και μια και όλοι βρίσκονται στο έλεος της τυχαιότητας, το επιχείρημα της βασικής πλοκής των ατελών κομψοτεχνημάτων του συγγενεύει άμεσα με εκείνο του Joker προς τον Batman στο Killing Joke του Alan Moore. Όπου ο αρχετυπικός psycho killer εκμυστηρεύεται στον αντίπαλό του τι τον μετέτρεψε από καθημερινό σύζυγο με τετριμμένα οικογενειακά διλήμματα σε ψυχοπαθή δολοφόνο (και μπορεί να κάνει τον καθένα μας να πιάσει τη φαλτσέτα και να κόβει αβέρτα λαιμούς): “one bad day” – η κακιά η ώρα, η κακιά στιγμή, ο κακός μας ο καιρός...

Friday, May 22, 2009

Imitation of action



Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν ο Sergio Leone στην τελική μονομαχία του The Good, the Bad and the Ugly επεδίωξε συνειδητά να μιμηθεί ένα σκηνικό αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Κι όμως, αρκετά χαρακτηριστικά της είναι μαζεμένα στο νεκροταφείο του Sad Hill, όπου υποτίθεται ότι λαμβάνει χώρα η δράση. Στον κυκλικό χώρο στο κέντρο της σκηνής, μικρογραφία ορχήστρας με πλακόστρωτο, γυροφέρνουν σιωπηλοί οι Clint Eastwood, Lee Van Cleef και Eli Wallach, πρώτος, δεύτερος και τρίτος υποκριτής αντίστοιχα, ενώπιον ενός κοινού απαρτιζόμενου από ενταφιασμένους νεκρούς και των ορνέων που κρώζουν τα χορικά τους. Η έλευση της κάθαρσης βέβαια δεν είναι απολύτως δεδομένη. Και στο Mexican standoff που ακολουθεί στο επόμενο πεντάλεπτο ο από μηχανής Θεός θα ήταν απαραίτητος για να δώσει τη λύση, αν τα ζάρια δεν ήταν φτιαγμένα εκ των προτέρων.





Tuesday, May 19, 2009

Graeculi

Common wisdom μεταξύ των ιστορικών είναι ότι το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού κάνει ιστορία lite. Βέβαια, στον κύκλο των διακονούντων την ιστορία, όπως και στους αντίστοιχους κάθε επιστήμης, ο μόνος που δεν κάνει lite πράγματα είσαι αποκλειστικά εσύ o ίδιος (και σε σπάνιες στιγμές γενναιοδωρίας και ο εαυτός σου). Περί προθέσεων, επιδείξεων, showoffισμού, χορηγικών αναζητήσεων και της ιδιαίτερης εκείνης ιδρυματικής επικάλυψης που στρογγυλεύει τις αιχμές μπορεί να πει κανείς πολλά, αν θέλει, ενδεχομένως δικαίως. Ιστορία ωστόσο, παρ’ όλα αυτά, παραμένει το υλικό. Ιστορία δεν αποτελούν βαθμολογίες, δημοψηφίσματα και κατηγορίες RPG του στυλ «ευφυΐα», «ανδρεία», «ευσπλαγχνία». Ιστορία είναι οι μικροί Έλληνες.

Thursday, May 7, 2009

A patch of snow on the ground

Το να ακούς στις 2 μετά τα μεσάνυχτα αόρατους θιάσους να παίζουν το Hazy Shade of Winter είναι ενδεχομένως ένδειξη ότι είναι καιρός να αποχαιρετίσεις οριστικά την Αλεξάνδρεια που χάνεις. Όχι γιατί ποτέ δεν αξιώθηκες μια τέτοια πόλη αλλά γιατί για τους συνομήλικούς μου η αρχική εκτέλεση των Simon and Garfunkel δεν υπάρχει ή είναι απλώς ένας ισχνός αντίλαλος της διασκευής των Bangles από το 1987. Tα '80s αποτελούν για τους ανθρώπους της γενιάς μου ό,τι ήταν για τους τριαντάρηδες της εποχής μου τα '60s, ένας (αν και με σαφώς μικρότερο ειδικό βάρος γεγονότων) ανάλογος καιρός έμπνευσης, πρωτοπορίας και δοκιμών που έγραψαν (μικρή, προσωπική) ιστορία και καθόρισαν το σήμερα. Είναι ίσως αυτή η πρώτη αντίδραση μιας γενιάς που ανακαλύπτει, όπως κάθε γενιά πρέπει να κάνει στην ώρα της, ότι έχει πια τουλάχιστον 20 χρόνια αγνού, παρθένου παρελθόντος που δεν γυρνούν πίσω, πρέπει όμως σιγά σιγά να επανεξεταστούν και να αρχειοθετηθούν για να κάνουν χώρο στην αμείλικτη οριστική ενηλικίωση που σηματοδοτείται από αλλαγή δουλειάς, στεγαστικό δάνειο και κανά-δυο κουτσούβελα. Ηρωοποιώντας την εποχή που ζεις και νιώθεις, αλλά δεν κατανοείς γιατί το σύνολο των εμπειριών σου δεν αρκεί για μια ορθή σύγκριση και αποτίμηση, είναι μια κλασική αντιμετώπιση, ειδικά όταν τύχει να την αντιπαραβάλεις με τις αναμνήσεις κάποιων ελαφρώς μεγαλύτερων που είχαν μόλις ξεπροβάλλει από την προστατευτική ασπίδα του δικτύου οικογένειας-εκπαίδευσης ενώ εσύ επένδυες το δωμάτιό σου με αφίσες της Samantha Fox. Μέσα από μια ελληνική δεκαετία πολιτικού κυνισμού, οικονομικής απληστίας, σχετικής ευημερίας αλλά και ουσιαστικής δικτύωσης με τον υπόλοιπο κόσμο σε πολιτισμικό επίπεδο, οι ενηλικιωθέντες στα '80s, με βάση τα αυθαίρετα δείγματα της κοντινής μας καθημερινότητας και των Τσιπραίικων εκπροσώπων της δημόσιας εικόνας μας, βγήκαμε κατά πλειοψηφία, ως τα πρώτα ελληνικά προϊόντα μιας παγκόσμιας νεωτερικότητας, πιο πολύ της επιφάνειας παρά της ουσίας, πιο πολύ της μόδας παρά της άποψης, πιο πολύ της επιθυμίας παρά της ευθύνης, πιο πολύ της υποψίας παρά της εμπιστοσύνης, πιο πολύ της συνωμοσιολογίας παρά της αιτιολόγησης. Όσοι ενδίδουν στις υποσχέσεις του Facebook ρισκάρουν να ανακαλύψουν τι επιφέρουν στους συμμαθητές 15 χρόνια: γκρίζους κροτάφους, σαμπρελίτσες στο στομάχι και kinder-έκπληξη. Γάμοι, συναντήσεις και reunions 30 something συνηγορούν στην άποψη ότι είναι μάλλον δύσκολο να χορεύεις πλέον κομμάτια της έκτης δημοτικού χωρίς να αναρωτιέσαι σαν τον Κώστα Τσάκωνα, μέγιστο αρχηγέτη των βιντεοταινιών που βλέπαμε τα μεσημέρια πριν πάμε στο σχολείο, «που πήγαν έξι χρόνια;». Και το μόνο που μπορείς να κάνεις σήμερα γι' αυτό, την ώρα του αόρατου θιάσου του ακαλύπτου, είναι να κλείσεις το φως, να χωθείς στις κουβέρτες και να ψάξεις να βρεις με τι μνήμες έχεις ταυτίσει το Golden Brown από το 1986.