Tuesday, November 30, 2010

Translatio Imperii

(Scarlett, reading.)

Ο αναγνώστης είναι ένα άτιμο και απαιτητικό πλάσμα. Το τελευταίο πράγμα που πρόκειται να σκεφτεί ανοίγοντας ένα βιβλίο είναι το δράμα του ανθρώπου ο οποίος επιφορτίστηκε με το καθήκον να το πάρει από το λουρί και να το μεταφέρει από τη μια γλώσσα στην άλλη. Κάθε κείμενο τσινάει, μην το βλέπετε έτσι ήσυχο, σας κάνει τα γλυκά μάτια για να σας παραπλανήσει και να του δώσετε κονσέρβα. Ιδού με τι δράκοντες αναμετράται καθημερινά ο Αϊ-Γιώργης της απόδοσης. Οπωσδήποτε, μια πρώτη ματιά στον Aneurin Bevan είναι απογοητευτική για οποιονδήποτε καλόπιστο μεταφραστή – δικαιολογείται να αρχίσει να βρίζει συλλήβδην τους Ουαλούς και την Ουαλία ολάκερη. Τι πιο απλό από το να εμπιστευτεί το αλάνθαστο ένστικτό του, να τον χρίσει «Ανουερίν» για να θυμίζει και Lord of the Rings και να πάει παρακάτω; Μια βόλτα ωστόσο ως τη Wikipedia θα έλυνε διά της φωνητικής γραφής το πρόβλημα – αν και το «Έναϊριν» μάλλον αποτελούσε πρόκληση και για τους συναδέλφους του Εργατικούς της κυβέρνησης Attlee που αρκούνταν στο να τον αποκαλούν «Nye». Κάτι που δεν συμβαίνει με τον κάθε «Λίγουελιν», ο οποίος είναι ένας τυπικός Ουαλλός «Λιουέλιν». Τουλάχιστον δεν πέθανε από το κακό του εξαιτίας του transliteration σε «Αλεξάντερ Χάιγκ», όπως εικάζω ότι συνέβη με τον Alexander Haig που απεβίωσε την άνοιξη στην ώριμη μα απογοητευμένη ηλικία των 85 – η Golda Meir είχε προλάβει πολύ προτού της αλλάξουν φύλο. «Βασιλιάς Φαντ» θα μπορούσε να γίνει ο Έλμερ Φαντ αν ποτέ ξεφορτωνόταν τον Μπαγκς Μπάνι, προς το παρόν ο Fahd της Σαουδικής Αραβικής εξακολουθεί να προφέρεται αραβικότατα «Φαχντ». Ενίοτε η αναγραφή των κύριων ονομάτων στα λατινικά μας προστατεύει και από το να ονομάζουμε τον Dean Acheson «Άκεσον» και να βαφτίζουμε τον Henry Morgenthau «Μόργκενθο». Ωστόσο, ακόμα κι αυτό το μέτρο δύσκολα θα εμποδίσει τον χαρακτηρισμό του Eisenhower ως «βαρύ καπνιστή» ή του Stalin ως «ιστριονικής προσωπικότητας». Το destroyer ως μάχιμη μονάδα δεν υφίσταται πλέον στο ελληνικό ναυτικό, αλλά όσο ακόμη επιχειρούσε ονομαζόταν «αντιτορπιλικό». Τα «ανεβαστικά και κατευναστικά» φοβάμαι πως αποδίδονται ως «ψυχοτονωτικά» και «ηρεμιστικά», διαφορετικά υποπίπτουμε στην κατηγορία «your bad weather». «Διπλωματία της σαΐτας» θα μπορούσε να είναι κάτι που κάναμε στο δημοτικό εν ώρα μαθήματος, σε καμία περίπτωση το “shuttle diplomacy”. Αγαπητέ David Owen, ξέρω ότι μετά από αυτό καταριέστε την ώρα και τη στιγμή που φύγατε από τους Εργατικούς.

Monday, November 22, 2010

Ghost Wars

Ξεκινώντας να διαβάζει κανείς τα Φαντάσματα του Εμφυλίου θα μπορούσε να πει πολλά – και ολοκληρώνοντάς τα ακόμη περισσότερα. Θα μπλεκόταν όμως αναπόφευκτα στη συνήθη ανακύκλωση ερωτηματικών αντωνυμιών (τι καθιστά αντικειμενική την αντικειμενικότητα, πόσο αναθεωρητικό είναι το «αναθεωρητικό ρεύμα», ποιος άρχισε τον Εμφύλιο) καταλήγοντας να παραβλέψει τα σημαντικότερα ίσως στοιχεία που αναδύονται από μόνα τους από το κείμενο, όντας πέραν της στόχευσης του ίδιου του συγγραφέα του. Για όποιον δεν προσέρχεται για πρώτη φορά στην απομνημονευματογραφία ή την ιστοριογραφία του Εμφυλίου, το συγκεκριμένο έργο έχει αξία όχι τόσο ως τεκμηρίωση της «κόκκινης τρομοκρατίας», ενδεικτική μελέτη της λειτουργίας του μηχανισμού των παραταξιακών επιλογών ή εκκαθάριση των προσωπικών λογαριασμών του ατόμου με την ιστορία όσο ως αφορμή αναστοχασμού από όπου προκύπτει ένα ερώτημα κι ένα συμπέρασμα για το ίδιο το πεδίο της έρευνας της περιόδου. Το ερώτημα είναι πόσο λειτουργικός αποδεικνύεται σήμερα ο διχασμός της προσφυγής σε ένα «δεξιό» αφήγημα για τις περιοχές που υπέστησαν τη βία της αριστεράς και σε ένα «αριστερό» αφήγημα για εκείνες που υπέστησαν τη βία της δεξιάς. Το συμπέρασμα απαντά στο ερώτημα, καθώς η επικρατούσα αίσθηση από την ανάγνωση των Φαντασμάτων είναι εκείνη της πλήρους διάρρηξης των κοινωνικών δεσμών, της υπέρβασης των κανόνων και της σε μεγάλο βαθμό εργαλειοποίησης πολιτικής και ιδεολογίας. Πέραν της μνήμης των μεν ή της δικαίωσης των δε, αυτό που κυρίως προκύπτει από το συγκεκριμένο case study / προσωπική αναζήτηση (και θολά και εν μέρει μόνο αναγνωρίζεται από τον συγγραφέα) είναι η σε τοπικό επίπεδο υπαγωγή των ιδεολογικών επιλογών σε έναν αγώνα διεκδίκησης εξουσίας, περιουσίας, προσωπικής ικανοποίησης και συλλογικής αναδιάταξης των συνιστωσών της ελληνικής πολιτείας και κοινωνίας προς μερικό όφελος. Η ανάδειξη των μηχανισμών της πόλωσης, των διαδικασιών κατά τις οποίες οι αμέτοχοι καθίστανται μέτοχοι και οι πράξεις αντεκδίκησης καθαγιάζονται, της εκ των υστέρων επένδυσης με πολιτικό μανδύα ποινικών αδικημάτων και της έντεχνης αποπολιτικοποίησης άλλων, της λογικής της κλιμάκωσης της έντασης και των κύκλων της βίας, της λειτουργίας του κλίματος της «επαγρύπνησης» και της «προδοσίας», της έκπτωσης τελικά των διακηρυσσόμενων ιδανικών αμφοτέρων των παρατάξεων και της κατά περίπτωση εργαλειακής τους χρήσης στο πλαίσιο μιας ευρύτερης κρίσης νομιμοποίησης, θα ήταν μια κατεύθυνση έρευνας που θα απέδιδε ακριβέστερα την πολυπλοκότητα των φαινομένων του Εμφυλίου σε σχέση με το finger-pointing περί γύρων, κόκκινης και λευκής τρομοκρατίας, «ορθοδόξων» και «αναθεωρητών» χριστιανών της ιστοριογραφίας. Εν τέλει, τα φαντάσματα της καθημερινότητας του Εμφυλίου οφείλουν να νοηθούν κάποτε ως φαντάσματα: μορφές με λιγότερο έντονο επίχρισμα από όσο τις ήθελαν οι στρατεύσεις του παρελθόντος, ασαφή περιγράμματα που οφείλουν να συμπληρωθούν.