Ξεκινώντας να διαβάζει κανείς τα Φαντάσματα του Εμφυλίου θα μπορούσε να πει πολλά – και ολοκληρώνοντάς τα ακόμη περισσότερα. Θα μπλεκόταν όμως αναπόφευκτα στη συνήθη ανακύκλωση ερωτηματικών αντωνυμιών (τι καθιστά αντικειμενική την αντικειμενικότητα, πόσο αναθεωρητικό είναι το «αναθεωρητικό ρεύμα», ποιος άρχισε τον Εμφύλιο) καταλήγοντας να παραβλέψει τα σημαντικότερα ίσως στοιχεία που αναδύονται από μόνα τους από το κείμενο, όντας πέραν της στόχευσης του ίδιου του συγγραφέα του. Για όποιον δεν προσέρχεται για πρώτη φορά στην απομνημονευματογραφία ή την ιστοριογραφία του Εμφυλίου, το συγκεκριμένο έργο έχει αξία όχι τόσο ως τεκμηρίωση της «κόκκινης τρομοκρατίας», ενδεικτική μελέτη της λειτουργίας του μηχανισμού των παραταξιακών επιλογών ή εκκαθάριση των προσωπικών λογαριασμών του ατόμου με την ιστορία όσο ως αφορμή αναστοχασμού από όπου προκύπτει ένα ερώτημα κι ένα συμπέρασμα για το ίδιο το πεδίο της έρευνας της περιόδου. Το ερώτημα είναι πόσο λειτουργικός αποδεικνύεται σήμερα ο διχασμός της προσφυγής σε ένα «δεξιό» αφήγημα για τις περιοχές που υπέστησαν τη βία της αριστεράς και σε ένα «αριστερό» αφήγημα για εκείνες που υπέστησαν τη βία της δεξιάς. Το συμπέρασμα απαντά στο ερώτημα, καθώς η επικρατούσα αίσθηση από την ανάγνωση των Φαντασμάτων είναι εκείνη της πλήρους διάρρηξης των κοινωνικών δεσμών, της υπέρβασης των κανόνων και της σε μεγάλο βαθμό εργαλειοποίησης πολιτικής και ιδεολογίας. Πέραν της μνήμης των μεν ή της δικαίωσης των δε, αυτό που κυρίως προκύπτει από το συγκεκριμένο case study / προσωπική αναζήτηση (και θολά και εν μέρει μόνο αναγνωρίζεται από τον συγγραφέα) είναι η σε τοπικό επίπεδο υπαγωγή των ιδεολογικών επιλογών σε έναν αγώνα διεκδίκησης εξουσίας, περιουσίας, προσωπικής ικανοποίησης και συλλογικής αναδιάταξης των συνιστωσών της ελληνικής πολιτείας και κοινωνίας προς μερικό όφελος. Η ανάδειξη των μηχανισμών της πόλωσης, των διαδικασιών κατά τις οποίες οι αμέτοχοι καθίστανται μέτοχοι και οι πράξεις αντεκδίκησης καθαγιάζονται, της εκ των υστέρων επένδυσης με πολιτικό μανδύα ποινικών αδικημάτων και της έντεχνης αποπολιτικοποίησης άλλων, της λογικής της κλιμάκωσης της έντασης και των κύκλων της βίας, της λειτουργίας του κλίματος της «επαγρύπνησης» και της «προδοσίας», της έκπτωσης τελικά των διακηρυσσόμενων ιδανικών αμφοτέρων των παρατάξεων και της κατά περίπτωση εργαλειακής τους χρήσης στο πλαίσιο μιας ευρύτερης κρίσης νομιμοποίησης, θα ήταν μια κατεύθυνση έρευνας που θα απέδιδε ακριβέστερα την πολυπλοκότητα των φαινομένων του Εμφυλίου σε σχέση με το finger-pointing περί γύρων, κόκκινης και λευκής τρομοκρατίας, «ορθοδόξων» και «αναθεωρητών» χριστιανών της ιστοριογραφίας. Εν τέλει, τα φαντάσματα της καθημερινότητας του Εμφυλίου οφείλουν να νοηθούν κάποτε ως φαντάσματα: μορφές με λιγότερο έντονο επίχρισμα από όσο τις ήθελαν οι στρατεύσεις του παρελθόντος, ασαφή περιγράμματα που οφείλουν να συμπληρωθούν.
14 years ago
Χωρίς να έχω μια σχετική ειδικότητα, νομίζω ότι είναι μια περίοδος ιδιαίτερα σκοτεινή και αρκετά υποκειμενική και για τον αδαή με τα διαβάσματα που έχουν υπάρξει ή πέσει στα χέρια μας, ιδιαίτερα για τον εμφύλιο στην Αργολίδα, θέμα που συζητούσα το καλοκαίρι, είχα την εντύπωση ότι επειδή πια δεν μιλούν γι'αυτό(όπως ίσως αναφέρετε σε μέρη όπως η Στερεά ή η Ήπειρος), δεν υπήρξε έκταση γεγονότων, σφάλμα αντιληπτικό μου βέβαια, διότι έμαθα για σκληρές τακτικές ένθεν και ένθεν!
ReplyDeleteΘα διαβάσω το βιβλίο σίγουρα.
Η Αργολίδα από το 2000 και εντεύθεν, οπότε δημοσιέυθηκε το πρώτο άρθρο της έρευνας του Στάθη Καλύβα, παρουσιάζεται ως υπόδειγμα «κόκκινης τρομοκρατίας» από την περίοδο 1943-1944. Το βιβλίο του Περράκη αξίζει να διαβαστεί, γιατί δίνει ψήγματα της αναπαραγωγής του μηχανισμού της βίας - αν και τελικά παραμένει στην παλιά δοκιμασμένη λογική του us and them.
ReplyDelete