Οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις δεν είναι πλέον της μόδας – μας το κατέθεσε εσχάτως και ο Δημήτρης Μητρόπουλος από Τα Νέα. Σε πείσμα της απόρριψης της πρότασης να εξετάζουμε τα πράγματα με τη βοήθεια εννοιολογικών εργαλείων προτού σηκώσουμε τα μανίκια και σκύψουμε στη δράση, όπως την καταλαβαίνει ο καθένας, άλλοι με ντουντούκες, άλλοι με λοστάρια, θα πρότεινα μια μικρή εκδρομή αναστοχασμού (έστω και χονδροειδούς και σχηματικού) σε πεπραγμένα άσχετα με ζητήματα μετανάστευσης, ασφάλειας και εγκληματικότητας, σχετικά όμως με τη συμπεριφορά της εγχώριας πολιτικής τάξης και τις τάσεις των κοινωνικών συνιστωσών.
Επί νεωτερικότητας δύο υπήρξαν οι βασικοί οδοδείκτες των πολιτικοκοινωνικών μεταβολών στη δυτική Ευρώπη: η ρηξιγενής αντίληψη που η Γαλλία εγκαινιάζει με τη Γαλλική Επανάσταση και η μεταρρυθμιστική προσέγγιση της Βρετανίας που ευαγγελίζεται σήμερα κάθε φιλελεύθερος αγγλοσάξονας ιστορικός που θέλει να ευλογεί τα γένια του. Στην πρώτη περίπτωση κατά καιρούς η πολιτική κοινωνία ξεπερνούσε την εκάστοτε πολιτική τάξη και τα αιτήματά της αναμόρφωναν ή μετέβαλλαν το όλο σκηνικό δια της εξέγερσης (1848, 1871, 1968), στη δεύτερη οι ελίτ κατεύναζαν κατά κανόνα τα ριζοσπαστικά κινήματα με παραχωρήσεις (κλασικό παράδειγμα οι Reform Acts 1832, 1867, 1884 για τη διεύρυνση του δικαιώματος ψήφου).
Η ελληνική πρακτική βρέθηκε κάπου στη μέση: χωρίς κληρονομική αριστοκρατία, και με την παλαιά γαιοκτητική ολιγαρχία των προκρίτων να προσχωρεί στο νεωτερικό μοντέλο διακυβέρνησης μετά την Επανάσταση, η κοινωνική κινητικότητα δεν υπήρξε μείζον πρόβλημα ώστε να διαμορφώσει έναν εκρηκτικό 19ο αιώνα (αν και αυτό είχε να κάνει οπωσδήποτε και με τις καθυστερημένες δομές παραγωγής). Όταν οι επαναστάσεις του 1843 και του 1862 παγίωσαν βασικά χαρακτηριστικά μιας αστικής δημοκρατίας στο σύνταγμα του 1864, ένα από τα πιο φιλελεύθερα της Ευρώπης, το επόμενο παραδειγματικό επεισόδιο-τομή της ελληνικής ιστορίας υπήρξε το κίνημα στο Γουδί. Το 1909 αυτό καθαυτό ήταν μια στρατιωτική παρέμβαση, η οποία εν συνεχεία απέκτησε τη λαϊκή στήριξη (όπως μας θυμίζει η Νίκη Μαρωνίτη) και η θετική της αποτίμηση εκατό χρόνια μετά συνδέεται με την οξυδέρκεια των πρωτεργατών της να προστρέξουν σε έναν άφθαρτο πολιτικό παράγοντα (Ελευθέριος Βενιζέλος) όταν οι ίδιοι αντιλήφθηκαν τη δυναμική τους να περιορίζεται. Επιπλέον, βασικοί πρωτεργάτες του (Θεόδωρος Πάγκαλος, Στυλιανός Γονατάς) υπήρξαν δάσκαλοι και εμπνευστές της αυτοεικόνας του στρατού ως αυτόνομου παράγοντα ,η οποία σκίασε τα πεπραγμένα της χώρας ως το 1974 με κινήματα, αντικινήματα, πραξικοπήματα και «επαναστάσεις».
Αν ωστόσο η επαναστατική πορεία της ελληνικής κοινωνίας διακόπτεται ουσιαστικά την αυγή του 20ού αιώνα (και μόνο με τραβηγμένες αναλογίες μπορεί κανείς να ψάχνει συνώνυμα στο Πολυτεχνείο ή αλλού), αυτό δεν ισοδυναμεί απόλυτα με μια προσχώρηση των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων στη μεταρρυθμιστική λογική. Το πολιτικό επίπεδο σε αυτή την περίοδο απολαμβάνει ένα είδος μεγαλύτερης αυτονομίας από το κοινωνικό: η πίεση μαζικών λαϊκών κινημάτων αποδεικνύεται στην πράξη λιγότερο ισχυρή από ό,τι στην προηγούμενη, αν κρίνουμε από τον αριθμό τους. Επιπλέον, αυτό συμβαίνει παρά την παρουσία του κομμουνισμού είτε αυτός εκληφθεί ως ιδεολογία με επιρροή (στη δεκαετία του ’40) είτε ως επίκληση φοβήτρου (στις δεκαετίες του ’50 και του ’60). Ωστόσο, από το 1909 και εντεύθεν, οι πολιτικές και κοινωνικές ρήξεις γίνονται συχνότερες. Η ορθή επισήμανση του Γιώργου Δερτιλή στην Ιστορία του Ελληνικού Κράτους 1830-1920 το 2005 για την επιτυχία των ελληνικών πολιτικών ελίτ να ταχθούν με τη νικήτρια πλευρά σε μια σειρά από διεθνείς προκλήσεις (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α΄ και Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Ενωμένη Ευρώπη), χωρίς να αναιρείται, θα πρέπει να συνοδευθεί από την παρατήρηση ότι παράλληλα οι ίδιες επιλογές επέφεραν έναν συγκαλυμμένο εμφύλιο (Διχασμός, 1916-1917), τη βίαιη μετατροπή της κοινωνικής σύνθεσης της χώρας μετά την ήττα στη Μικρά Ασία και την προσφυγοποίηση ενάμιση εκατομμυρίου Ελλήνων, μία εικοσαετία εσωτερικής αστάθειας και έναν βιαιότερο ακόμη εμφύλιο με τη λήξη της ναζιστικής κατοχής.
Χωρίς να παραγνωρίζονται οι ιδιαίτερες για την κάθε παραπάνω περίπτωση συνθήκες (το ειδικό βάρος του Ψυχρού Πολέμου για τον Εμφύλιο, λόγου χάρη), ένας κοινός παρονομαστής είναι η απροθυμία ή αποτυχία των δίπολων των εκάστοτε πολιτικών δυνάμεων (Βενιζελικοί / Βασιλικοί, αστικά κόμματα / αριστερά) να προχωρήσουν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις ουσιαστικού, όχι εικονικού περιεχομένου, προς αποφυγή της κρίσης. Αν η πολιτική είναι όντως η τέχνη του συμβιβασμού, το πρώτο μισό του 20ού αιώνα στην Ελλάδα αποτέλεσε άσκηση άρνησής της. Οι μετωπικές συγκρούσεις πολύ περισσότερο από τη συνεννόηση, οι γραμμές στην άμμο πολύ συχνότερα από τη συνδιαλλαγή, υπήρξαν χαρακτηριστικές επιλογές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ως την τομή της επταετίας.
Θεωρητικά, η Μεταπολίτευση λογίζεται συνήθως ως μια ομαλή περίοδος σύνθεσης, όπου η πολιτική τάξη και οι κοινωνικές δυνάμεις ισορροπούν, με την πρώτη στα αρχικά στάδιά της (1974-1989) να λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό ως ικανή εκπροσώπηση των τελευταίων, ώστε η διαμεσολάβηση να διασφαλίζει συναινετικές μεταρρυθμίσεις, όχι διασπαστικές ρήξεις του κοινωνικού ιστού. Ωστόσο, ούτε οι πολιτικές πρακτικές που κληροδοτήθηκαν στη Μεταπολίτευση ούτε η καθοριστική για ευρύτερες νοοτροπίες κουλτούρα πολιτικού και κοινωνικού διαλόγου, η οποία θέτει και τα συμφραζόμενά του, έμοιαζαν να παρακολουθούν την εξέλιξη αυτή. Ενδεχομένως μάλιστα σημεία που στο παρελθόν εχουν επισημανθεί ως συμπτώματα πολιτικής παθογένειας (έλλειψη διαλόγου, απόρριψη πολιτικών συναινέσεων, επίμονα συγκρουσιακή ρητορική) να αποτελούν στην πραγματικότητα αίτιά της. Δεν είναι τυχαίο ότι στο επίπεδο της πρακτικής πολιτικής συντάγματα και εκλογικά συστήματα διατήρησαν τη διακριτά ελληνική θέωρησή της ως παιχνιδιού μηδενικού αθροίσματος, όπου ο νικητής τα παίρνει όλα και ο χαμένος περιμένει τη σειρά του για να τινάξει τη μπάνκα στον αέρα. Με παρόμοιο τρόπο, σε αυτό της ιδεολογίας, όχι ως απλό κατάλοιπο της προηγούμενης εποχής, αλλά ίσως ως συστατική αρχή της νέας, η καθημερινή άρθρωση εμπρηστικού λόγου, με ρητορεία και λεξιλόγιο πολεμικού χαρακτήρα παρέπεμπε και παραπέμπει σε μια απόρριψη του διαλόγου, της αναγνώρισης του άλλου ως ισότιμου συνομιλητή, εν τέλει της ίδιας της ετερότητας. (Και η συμβολική βία εξοικειώνει με το αντικείμενο και δημιουργεί τις λανθάνουσες δυνατότητες εξάσκησης της πραγματικής.)
Όταν η αρχική συμμετοχική ορμή των πρώτων μεταδικτατορικών χρόνων καταλάγιασε, η παρακμή του συνδικαλιστικού κινήματος και η σχετική καχεξία της πολιτικής κοινωνίας είχε ως αποτέλεσμα την αποσύνδεση των παρατάξεων από το κοινωνικό σύνολο. Σε ένα είδος σιωπηρής συμφωνίας, οι πολιτικές δυνάμεις οχυρώθηκαν σε σφαίρες επιρροής (τα κόμματα εξουσίας στον δημόσιο τομέα, η αριστερά στον ακαδημαϊκό), ενώ ο καταναλωτισμός ως ιδεολογική επιλογή επέτρεπε σε σημαντικό μέρος των παραγωγικών δυνάμεων την πολυτέλεια να αγνοούν την ουσία της πολιτικής όσο τα κοινωνικά στρώματα θρυμματίζονταν σε ασυνάρτητες ομάδες συμφερόντων. Χωρίς επαναστατική αλλά ούτε και μεταρρυθμιστική βούληση, με ακέραιες όμως τις συγκρουσιακές της ρίζες στο υπέδαφος, η ελληνική κοινωνία πέρασε ευχάριστα τα χρόνια των παχιών αγελάδων. Και χωρίς παιδεία στην πολιτική, με κατακερματισμένο το κοινωνικό τοπίο, τώρα είναι έτοιμη να κατασπαραχθεί για τις ισχνές.
P.S. Two Notes on Indignant Politics
1: Ο κοινοβουλευτισμός στην Ελλάδα δεν έχει αποτύχει. Έχει αποτύχει η έννοια της «παράταξης» ως «μεγακόμματος» που συστεγάζει ετερόκλητα μεταξύ τους στοιχεία προκειμένου να ενοποιήσει, υποτίθεται, ευρέα κοινωνικά στρώματα. Η λειτουργία και οι διαθέσεις του πολιτικού συστήματος αντανακλώνται στα πολιτικά τους εργαλεία, αλλά και εξαρτώνται από αυτά. Οι ενισχυμένες αναλογικές της Μεταπολίτευσης υποδήλωναν την απροθυμία συζήτησης και ευρύτερων συναινέσεων και ακύρωσαν το διάλογο στην πράξη περιορίζοντάς τον στο εσωτερικό των παρατάξεων, όπου εγκλωβίστηκε και εξέπεσε σε διαπραγματεύσεις περί νομής εξουσίας, τοπικών και ατομικών συμφερόντων, επιφαινομένων και όχι ουσίας. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η παρακμή των παρατάξεων να μην εισπράττεται αποκλειστικά από τις ίδιες, αλλά να διαχέεται στην ίδια την κοινοβουλευτική δημοκρατία ως θεσμό.
2: Η αίσθηση αποκλεισμού μεγάλου μέρους των πολιτών από την πολιτική διαδικασία τρέφει την απόρριψη του πολιτικού συστήματος συνολικά. Δεν υφίσταται ωστόσο κίνημα με αποτελεσματική δράση χωρίς πολιτική πρόταση. Δεν την περιμένει κανείς φυσικά ενιαία ούτε και λεπτομερώς διατυπωμένη, είθισται όμως τα αιτήματα που εκφράζει να παρέχουν κάποια στιγμή (είτε νωρίς είτε αργότερα) σαφή hints για το στίγμα της εναλλακτικής λύσης σε αυτό στο οποίο αντιδρά. Προς το παρόν η αντίδραση περιορίζεται κατά κανόνα στην εκτόνωση του θυμικού. Η ειδοποιός διαφορά των επιτυχημένων κινημάτων ωστόσο είναι όταν ασφυκτιούν μεταξύ των υπαρχόντων πολιτικών φορέων να ιδρύουν νέους.
"...Η λειτουργία και οι διαθέσεις του πολιτικού συστήματος αντανακλώνται στα πολιτικά τους εργαλεία, αλλά και εξαρτώνται από αυτά. Οι ενισχυμένες αναλογικές της Μεταπολίτευσης υποδήλωναν την απροθυμία συζήτησης και ευρύτερων συναινέσεων και ακύρωσαν το διάλογο στην πράξη περιορίζοντάς τον στο εσωτερικό των παρατάξεων, όπου εγκλωβίστηκε και εξέπεσε σε διαπραγματεύσεις περί νομής εξουσίας, τοπικών και ατομικών συμφερόντων, επιφαινομένων και όχι ουσίας..."
ReplyDeleteΝαι, σωστός. Αλλά...
Τούτο ισχύει μόνο για τους δύο ισχυρούς πόλους ή ανάλογα φαινόμενα υπάρχουν και στα μικρομάγαζα; Πιστεύω πως ναι.
Σημείωσα στην αρχή ότι η προσέγγιση είναι χονδροειδής, μεταξύ άλλων και γιατί στην πορεία της ανακύπτουν παρόμοια ζητήματα. Τους ισχυρούς πόλους έχουμε το πλεονέκτημα να τους βλέπουμε σαφέστερα: η εξουσία τους φέρνει διαρκώς στο προσκήνιο και υπήρξαν οι πρωταγωνιστές της περιόδου. Για τα μικρά κόμματα σίγουρα μπορώ να πω ότι επένδυσαν στον συγκρουσιακό λόγο χωρίς να προσφέρουν εκεί μια εναλλακτική προοπτική. Νομίζω επίσης ότι (με ελάχιστες εξαιρέσεις, κι αυτές κατά καιρούς) δεν επέδειξαν ένα πειστικό μοντέλο εσωκομματικής δημοκρατίας. Ίσως για το γεγονός ότι κανένα δεν αναδείχθηκε σε μεσαίο κόμμα σε μια ιστορία 35 ετών να μην οφείλεται μόνο στην ενισχυμένη αναλογική. Ωστόσο, είναι επίσης γεγονός ότι δεν όριζαν τα ίδια το πολιτικό παιχνίδι. Είναι σημαντικό θέμα προς διερεύνηση, πάντως.
ReplyDelete