Ο Χρήστος Χωμενίδης έγραψε καλό μυθιστόρημα. Ο Θεός να μας φυλάει.
Ίσως να φταίει που οι χαρακτήρες του δεν είναι πια μόνο φορείς ανομολόγητων πόθων, οι πιο ενδιαφέρουσες δραστηριότητές τους δεν είναι οι παρτούζες ως υποκατάστατα εξουσίας και οι ίδιοι δεν είναι αθεράπευτα αντιπαθείς. Υπάρχει ένα στοιχείο ωριμότητας που περιορίζει την παρωδία, αν και αυτή αφήνεται και πάλι λίγο ανεξέλεγκτη στο πανηγύρι των ζουρλών που ακολουθεί τη σύλληψη της «Εταιρείας», και ίσως να έχει να κάνει και με τα βιώματα του συγγραφέα, ο οποίος μόλις έγινε σαράντα, άρα έχει έντονες και μνήμες των καταστάσεων και της εποχής – και τις χρησιμοποιεί καλύτερα από τη θητεία του στο Ύψος των Περιστάσεων. Είναι μια δουλειά γύρω από την πρόσληψη και την εικόνα των πραγμάτων, μια ιστορία που δεν εκτυλίσσεται ούτε μπροστά σ’ εμάς ούτε καν μπροστά στους πρωταγωνιστές της, αλλά σε δύο καθρέφτες: εκείνον του παρελθόντος των χαρακτήρων και εκείνον της real 17 Νοέμβρη. Εκείνο που επιτυγχάνει όμως πλήρως είναι να μην αφήσει καμία από τις απόψεις, καμία από τις βεβαιότητες που έχουν κατά καιρούς προβληθεί από όλες τις πλευρές, και υποστηριχθεί από όλες τις υπόλοιπες, χωρίς να την υπονομεύσει – εκεί έγκειται και η ομορφιά του μυθιστορήματος: στην πολυπρισματικότητά του. Για μια φορά ο Χωμενίδης δείχνει sympathy for the devil. For all the devils.
Εκτός από έναν.
Πίσω από τη μυθοπλασία υπάρχει ένα υπόβαθρο. Και το υπόβαθρο αυτό, που στα προηγούμενα βιβλία του μπορούσε κανείς να θεωρήσει απλή αφορμή για να παρωδήσει, να χλευάσει, να κάνει χοντρή πλάκα, εδώ που ο τόνος είναι σοβαρότερος αναδεικνύεται σαφέστερα. Η απαισιόδοξη, θλιβερή του άποψη για την ελληνική κοινωνία αποτελεί εωτερίκευση του πλέον αναμασώμενου στερεότυπου του ελληνικού δημόσιου λόγου. Ο Χωμενίδης ενδίδει hook, line and sinker, και αποδίδει επί μια δεκαετία σπονδές, στο ιδεολόγημα του «βαλκανισμού», που δεν είναι παρά το flipside και η δικαίωση της «μοναδικότητας» από άλλο δρόμο: όπως η επίσημη Ελλάδα είναι η χώρα του φωτός, του πολιτισμού, της ορθοδοξίας, της δημοκρατίας, των αρχαίων προγόνων, του αδάμαστου φρονήματος, όπου όλοι έρχονται να ζήσουν το μύθο τους γιατί παντού υπάρχει ένας μύθος, η ανεπίσημη καφενόβια παραδεκτή και από τους επίσημους σε ανεπίσημες στιγμές Ελλάδα είναι ένας βαλκανικός αχταρμάς, χωρίς θεσμούς, χωρίς νόμους, χωρίς ηθική, χωρίς τάξεις, χωρίς κοινωνία, συνονθύλευμα και τόπος εφαρμογής της κατά Hobbes ζωώδους κατάστασης πολέμου όλων εναντίον όλων. Που είναι, με άλλα λόγια, όπως και η επίσημη Ελλάδα, μια εξαίρεση, που δεν μπορεί να κριθεί με τα συνήθη, κοινά, ευρωπαϊκά ή άλλα μέτρα και σταθμά, που χρειάζεται εφευρέσεις ολόκληρες νέων κλιμάκων για να διαπιστωθεί το μέγεθος της απόκλισής της από τα άλλα, τα για όλους τους υπόλοιπους μέτρια και καθημερινά.
Το ζήτημα είναι απύθμενο βέβαια και δεν σκοπεύω να το κουράσω άλλο εδώ, πέρα από μια μικρή μόνο νύξη. Σε κάποια φάση ένας από τους βασικούς του ήρωες νοσταλγεί την Αμερική «σαν να ήταν η Γη της Επαγγελίας» (σε αντίθεση με τον «πολτό», τη Βαλκάνια Ελλάδα always). Ποια Αμερική όμως; Την Αμερική του 19ου αιώνα, όπου οι ψήφοι εξαγοράζονταν εν μέση οδώ βάσει του συνθήματος “three acres and a cow”; Την Αμερική όπου ο στρατιωτικός νόμος της Reconstruction των Νοτίων πολιτειών μετά τον εμφύλιο εξασφάλιζε δύο νοθευμένες τετραετίες στον στρατηγό Γκραντ; Την Αμερική των προεδρικών εκλογών του 2000 στη Φλόριντα; Ή την Αμερική του Jack Abramoff όπου τα χρήματα «περνούν από τις σωστές παλάμες»; Γιατί αυτή η «γη» δεν είναι περισσότερο «πολτοειδής» από την εδώ; Γιατί, στερεοτυπικά πάντα, το γρασίδι του γείτονα είναι πιο γλυκό...
Ίσως να φταίει που οι χαρακτήρες του δεν είναι πια μόνο φορείς ανομολόγητων πόθων, οι πιο ενδιαφέρουσες δραστηριότητές τους δεν είναι οι παρτούζες ως υποκατάστατα εξουσίας και οι ίδιοι δεν είναι αθεράπευτα αντιπαθείς. Υπάρχει ένα στοιχείο ωριμότητας που περιορίζει την παρωδία, αν και αυτή αφήνεται και πάλι λίγο ανεξέλεγκτη στο πανηγύρι των ζουρλών που ακολουθεί τη σύλληψη της «Εταιρείας», και ίσως να έχει να κάνει και με τα βιώματα του συγγραφέα, ο οποίος μόλις έγινε σαράντα, άρα έχει έντονες και μνήμες των καταστάσεων και της εποχής – και τις χρησιμοποιεί καλύτερα από τη θητεία του στο Ύψος των Περιστάσεων. Είναι μια δουλειά γύρω από την πρόσληψη και την εικόνα των πραγμάτων, μια ιστορία που δεν εκτυλίσσεται ούτε μπροστά σ’ εμάς ούτε καν μπροστά στους πρωταγωνιστές της, αλλά σε δύο καθρέφτες: εκείνον του παρελθόντος των χαρακτήρων και εκείνον της real 17 Νοέμβρη. Εκείνο που επιτυγχάνει όμως πλήρως είναι να μην αφήσει καμία από τις απόψεις, καμία από τις βεβαιότητες που έχουν κατά καιρούς προβληθεί από όλες τις πλευρές, και υποστηριχθεί από όλες τις υπόλοιπες, χωρίς να την υπονομεύσει – εκεί έγκειται και η ομορφιά του μυθιστορήματος: στην πολυπρισματικότητά του. Για μια φορά ο Χωμενίδης δείχνει sympathy for the devil. For all the devils.
Εκτός από έναν.
Πίσω από τη μυθοπλασία υπάρχει ένα υπόβαθρο. Και το υπόβαθρο αυτό, που στα προηγούμενα βιβλία του μπορούσε κανείς να θεωρήσει απλή αφορμή για να παρωδήσει, να χλευάσει, να κάνει χοντρή πλάκα, εδώ που ο τόνος είναι σοβαρότερος αναδεικνύεται σαφέστερα. Η απαισιόδοξη, θλιβερή του άποψη για την ελληνική κοινωνία αποτελεί εωτερίκευση του πλέον αναμασώμενου στερεότυπου του ελληνικού δημόσιου λόγου. Ο Χωμενίδης ενδίδει hook, line and sinker, και αποδίδει επί μια δεκαετία σπονδές, στο ιδεολόγημα του «βαλκανισμού», που δεν είναι παρά το flipside και η δικαίωση της «μοναδικότητας» από άλλο δρόμο: όπως η επίσημη Ελλάδα είναι η χώρα του φωτός, του πολιτισμού, της ορθοδοξίας, της δημοκρατίας, των αρχαίων προγόνων, του αδάμαστου φρονήματος, όπου όλοι έρχονται να ζήσουν το μύθο τους γιατί παντού υπάρχει ένας μύθος, η ανεπίσημη καφενόβια παραδεκτή και από τους επίσημους σε ανεπίσημες στιγμές Ελλάδα είναι ένας βαλκανικός αχταρμάς, χωρίς θεσμούς, χωρίς νόμους, χωρίς ηθική, χωρίς τάξεις, χωρίς κοινωνία, συνονθύλευμα και τόπος εφαρμογής της κατά Hobbes ζωώδους κατάστασης πολέμου όλων εναντίον όλων. Που είναι, με άλλα λόγια, όπως και η επίσημη Ελλάδα, μια εξαίρεση, που δεν μπορεί να κριθεί με τα συνήθη, κοινά, ευρωπαϊκά ή άλλα μέτρα και σταθμά, που χρειάζεται εφευρέσεις ολόκληρες νέων κλιμάκων για να διαπιστωθεί το μέγεθος της απόκλισής της από τα άλλα, τα για όλους τους υπόλοιπους μέτρια και καθημερινά.
Το ζήτημα είναι απύθμενο βέβαια και δεν σκοπεύω να το κουράσω άλλο εδώ, πέρα από μια μικρή μόνο νύξη. Σε κάποια φάση ένας από τους βασικούς του ήρωες νοσταλγεί την Αμερική «σαν να ήταν η Γη της Επαγγελίας» (σε αντίθεση με τον «πολτό», τη Βαλκάνια Ελλάδα always). Ποια Αμερική όμως; Την Αμερική του 19ου αιώνα, όπου οι ψήφοι εξαγοράζονταν εν μέση οδώ βάσει του συνθήματος “three acres and a cow”; Την Αμερική όπου ο στρατιωτικός νόμος της Reconstruction των Νοτίων πολιτειών μετά τον εμφύλιο εξασφάλιζε δύο νοθευμένες τετραετίες στον στρατηγό Γκραντ; Την Αμερική των προεδρικών εκλογών του 2000 στη Φλόριντα; Ή την Αμερική του Jack Abramoff όπου τα χρήματα «περνούν από τις σωστές παλάμες»; Γιατί αυτή η «γη» δεν είναι περισσότερο «πολτοειδής» από την εδώ; Γιατί, στερεοτυπικά πάντα, το γρασίδι του γείτονα είναι πιο γλυκό...
Ο Ρακάσας έγραψε για μια ακόμη φορά. Ο Θεός να τον και να μας φυλάει.
ReplyDeleteΔυστυχώς δεν μας επιτρέπει εύκολα,μέσα από τις αποσπασματικές του σκέψεις μεταμορφωμένες σε γραπτά η κριτικές να κοινωνήσουμε τα βιωματά του(ας ελπίσουμε για κάτι πιο εκτενές κάποια στιγμή, ένα βιβλίο π.χ.).
Για μια φορά ο Ρακάσας δείχνει sympathy for the devil. For all the devils.
Εκτός από έναν.
Αυτόν που υποστηρίζει ότι κατανοεί κάτι ως απόλυτο.
Ο Ρακάσας αντίθετα ώς εραστής του απολύτου λέει: «Δεν υπάρχει τίποτα απόλυτο και η ίδια η πρόταση αυτοαναιρείται».
Είστε Ελληνότατος και Ορθοδοξώτατος.
*
Ενας γείτονας:-)
Ωραία και ενδιαφέρουσα η σημερινή καταχώρησή σου. Θίγεις μεγάλο θέμα. Ναι, δεν είναι παράδεισος αλλού, αλλά το πρόβλημα είναι ότι εδώ είναι η καθημερινότητα που σε σκοτώνει. Και στις πιο ανεπτυγμένες από εμάς χώρες συμβαίνουν παρατράγουδα, αλλά εδώ είναι μέρος της καθημερινότητας, κάθε φορά που θα ξεμυτίσεις από το σπίτι σου, θα μπεις σε ένα υπουργείο, θα μπεις σε ένα νοσοκομείο, θα προσπαθήσεις να κινηθείς σε ένα πεζοδρόμιο που είναι κατηλειμμένο από αυτοκίνητα. Η αδιαφορία και η βαναυσότητα ελλοχεύουν παντού (και βέβαια ο καθένας στο βαθμό που του αναλογεί είναι και θύτης και θύμα). Έχω περάσει κάποιο διάστημα στο εξωτερικό και δεν είναι η καθημερινότητα παντού αυτό το πικρό άνοστο πράγμα. Μια φορά κράτησα ανοικτή την πόρτα του ανελκυστήρα σε δημόσιο κτίριο για μια κυρία που είδα να έρχεται από απόσταση, η αντίδρασή της: "Είστε ξένος;"
ReplyDeleteΕξαιρετικές οι δυο τελευταίες παράγραφοι του ποστ. Δεν συμφωνώ όμως με το ότι «εκείνο που επιτυγχάνει όμως πλήρως είναι να μην αφήσει καμία από τις απόψεις, καμία από τις βεβαιότητες που έχουν κατά καιρούς προβληθεί από όλες τις πλευρές, και υποστηριχθεί από όλες τις υπόλοιπες, χωρίς να την υπονομεύσει». Δεν έχω κατά νου δηλαδή κάποια βεβαιότητα που να υπονομεύεται όντως από το μυθιστόρημα.
ReplyDeleteΕν μέρει εκτός θέματος, ένα στοιχείο που μου άρεσε ιδιαίτερα στο βιβλίο είναι ότι σε ένα βαθμό αποτελεί ερωτική εξομολόγηση προς τις αφηγήσεις, τις ιστορίες. Ο τρομοκράτης διηγείται στον συγγενή θύματος το ιστορικό της οργάνωσης και ξαφνικά παραδίδονται και οι δύο στην μαγεία της ιστορίας, ο ένας θέλει να τα πει κι ο άλλος να τα ακούσει, χωρίς να νοιάζονται για άλλα ανταλλάγματα. Ενώ του αφηγείται την ιστορία επί χρήμασι, το τίμημα στην πορεία ξεχνιέται και καταντά δευτερεύον.
@γεώργιος χοιροβοσκός: Νη τον Δία, Βυζαντινότατε, με κατηγοριοποιείτε :P
ReplyDelete@περαστικός: Δεν διαφωνώ, απλώς πιστεύω ότι η ανθρώπινη φύση δεν διαφέρει ριζικά ανά τον κόσμο. Οι έλληνες πάντως δεν καπνίζουν ακόμα στα λεωφορεία, μάλλον όμως επειδή δεν έχουμε διώροφα, όπως στη Βρετανία...
@old boy: Έχετε δίκιο, ήμουν ασαφής. Εννοούσα ότι όλες οι πλευρές που αναφέρονται ενδοκειμενικά σχολιάζουν όλες τις υπόλοιπες και καταρρίπτουν τις προβαλλόμενες βεβαιότητές τους. Ο Χωμενίδης στηρίζεται σε όσα ξέρει, και ξέρουμε όλοι, στα ήδη δημοσιευθέντα δηλαδή.