Monday, May 7, 2012

Bangs & Whimpers


Ρίξτε μια προσεκτική ματιά σε αυτά τα ποσοστά. Συγκρατήστε τα στο μυαλό σας. Πλην της καταψήφισης του δικομματισμού και της τιμωρίας του ή μη, της νίκης της αριστεράς και της (προσωρινής ή μόνιμης) αναδιάταξης της κεντροαριστεράς, της επιβράβευσης του ανόθευτου εθνικισμού και της πανηγυρικής υπερψήφισης του φασισμού, υφίσταται το αναντίρρητο γεγονός ότι εδώ έχουμε ίσως για πρώτη φορά την αποτύπωση μιας ακριβούς ακτινογραφίας των building blocks της ελληνικής κοινωνίας. Τώρα που τα κόμματα εξουσίας διαλύονται στα εξ ων συνετέθησαν απελευθερώνοντας τις εσωτερικές τους δυνάμεις, ανακαλύπτουμε ότι στα θεμέλιά τους βρίσκονται διάφορες ομάδες του 10-20% σε μερική ή πλήρη απροθυμία συνεννόησης για το ίδιο το πλαίσιο της πραγματικότητας. Χωρίς να παραγνωρίζει κανείς τη σημασία καθοριστικών αντικειμενικών παραγόντων (πρόκειται ουσιαστικά για τις πρώτες εκλογές σε περιβάλλον έντονης κοινωνικής κρίσης εδώ και πάνω από μισό αιώνα), δεν μπορεί να μην σκεφτεί ότι, αν ένας λόγος για τον οποίο εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες τα διαφαινόμενα προβλήματα παρέμεναν άλυτα ήταν οι αδράνειες των κατεστημένων κομμάτων και η νομή της εξουσίας, ένας άλλος ήταν ίσως ότι αυτά  τα πολλαπλά στρώματα που συνωστίζονταν εντός τους αδυνατούσαν τότε όπως και τώρα να συμφωνήσουν στην κατεύθυνση των αλλαγών. Άλλωστε, στην ελληνική πολιτική κουλτούρα ο συμβιβασμός απορρίπτεται δημοσίως μετά βδελυγμίας – και αν η πολιτική είναι η τέχνη του συμβιβασμού το συμπέρασμα για την καθ’ημάς εκδοχή της είναι προφανές και ενδιαφέρον.

Κατά μία έννοια το νέο σκηνικό δεν πρόκειται να προκύψει άμεσα. Σε προηγούμενες μεταβάσεις κομματικών συστημάτων (1950, 1974) χρειάστηκαν περισσότερες της μιας αναμετρήσεις για να αποσαφηνιστούν οι τάσεις από τα συγκυριακά φαινόμενα. Δεν προβλέπεται επίσης να υπάρξει clean break σε σχέση με το παρελθόν. Αντίθετα με τη Μεταπολίτευση, η οποία υπήρξε σε μεγάλο βαθμό και γενεαλογική διαδοχή από τη γηραιά προδικτατορική πολιτική σκηνή σε μια νεότερη τάξη προσώπων, η σημερινή τομή, προς το παρόν τουλάχιστον, δείχνει περισσότερες ομοιότητες με τη δεκαετία του ’50, όπου στο χώρο του Κέντρου και της Δεξιάς συνωστίζονταν εξασθενημένα προπολεμικά κόμματα, εφήμεροι νέοι σχηματισμοί, θνησιγενή προσωποκεντρικά σχήματα και πολλαπλά οχήματα ιδεών σε αναζήτηση ακροατηρίου. Η κινούμενη άμμος του συγκεκριμένου συστήματος ποτέ ουσιαστικά δεν παγιώθηκε σε κάτι διαρκέστερο: η κυβερνητική δεξιά άλλαξε τρεις φορές φορέα έκφρασης (Λαϊκό Κόμμα, Ελληνικός Συναγερμός, ΕΡΕ), οι κεντρώες δυνάμεις παρουσίασαν αναρίθμητους μεταξύ τους συνδυασμούς και οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες διαμορφώνονταν με εξωκοινοβουλευτικές παρεμβάσεις σε μια αυταρχική δημοκρατία. Δεν στερείται σημασίας το γεγονός ότι μετριοπαθείς εν γένει (αν και σφόδρα αντικομμουνιστές, χωρίς αμφιβολία) πολιτικοί όπως οι Παναγιώτης Κανελλόπουλος και Γεώργιος Παπανδρέου βρέθηκαν σε τουλάχιστον μία από τις εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου 1950-1967 να εκλέγονται με τη σημαία της αντίθετης παράταξης από εκείνη την οποία υπηρέτησαν στην υπόλοιπη θητεία τους. Αντί της εύκολης λύσης του καιροσκοπισμού, η αιτιολόγηση του συγκεκριμένου στοιχείου μάλλον πρέπει να θεωρηθεί ότι υποδεικνύει, εκτός των άλλων παραγόντων, και τη ρευστότητα της πολιτικής χωροθέτησης του όλου πλαισίου – η οποία αποδεικνυόταν με μαζικές μετατοπίσεις ψηφοφόρων από εκλογή σε εκλογή. Η σύγκριση βέβαια της σημερινής πραγματικότητας με την κατεξοχήν εποχή πολιτικής αστάθειας της σύγχρονης ιστορίας είναι περισσότερο αποτέλεσμα αίσθησης παρά τεκμηρίωσης. Κι αυτό γιατί για πρώτη φορά την τελευταία τεσσαρακονταετία βρισκόμαστε πλήρως υπό το κράτος της συγκυρίας. Διόλου τυχαία ο Fernand Braudel συνήθιζε να ονομάζει τη βραχεία διάρκεια «σκόνη της ιστορίας».   

Friday, March 30, 2012

The Rise and Fall of Max Hea(r)droom


Από τη μέρα που έσυρε το χορό της mea culpaσης ο Πέτρος Κωστόπουλος οι απολογισμοί, οι απολογίες, οι αποδόσεις ευθυνών για τη δύση της περιοδικής αυτοκρατορίας είναι τόσο της μόδας ώστε θα ήταν καλή ιδέα πιστεύω ένα θεματικό τεύχος με παρόμοιο περιεχόμενο – είτε αποχαιρετιστήριο της παλιάς είτε εναρκτήριο νέας δραστηριότητας σε μια ενδεχόμενη Δευτέρα Παρουσία του. Μια έστω και επιλεκτική ανατύπωση όσων έχουν ήδη γραφεί θα πρόσφερε διάφορα ψήγματα πληροφοριών ικανών να συγκροτήσουν mirabilia ισάξια των μεσαιωνικών.
Το κομβικό σημείο στο μακροσκελές άρθρο του Άρη Τερζόπουλου, ας πούμε, δεν είναι οι αναμνήσεις από τη συνεργασία του με τον Κωστόπουλο ή η ερμηνεία του για τα αίτια της ύφεσης στο χώρο του τύπου, είναι η παραδοχή του τρόπου με τον προέκυψε το ΚΛΙΚ και των μεθόδων λήψεις αποφάσεων ενός σημαντικού εκδότη: «Κάπως έτσι έπαιρνα τις αποφάσεις μου στα περιοδικά. Ούτε μπίζνες πλαν, ούτε μελέτες αγοράς, ούτε τίποτα. Το μόνο που μου έλεγε κάτι ήταν πάντα οι ιδέες». Χωρίς τα ελάχιστα δυνατά προαπαιτούμενα της επιχειρηματικής δραστηριότητας, χωρίς βασικά εταιρικά εργαλεία, χωρίς γνώση της αγοράς, χωρίς εκτίμηση της πιθανής απήχησης, χωρίς μελλοντική προοπτική, χωρίς σχέδιο, χωρίς επεξεργασία, με βάση μόνο το προσωπικό αισθητήριο ή το καπρίτσιο, είναι αμφίβολο αν στην πορεία του χρόνου και οι καλύτερες ιδέες μπορούν να καρποφορήσουν ως οτιδήποτε άλλο παρά εκλάμψεις της στιγμής (βλ. «φούμαρα»).
Αν υποθέσουμε ότι αντικατοπτρίζει την αλήθεια, και όχι εκ των υστέρων απόπειρα περαιτέρω μυθοποίησης της ήδη θρυλικής περίστασης της γέννησης του εν Ελλάδι lifestyle, το συγκεκριμένο χωρίο του Άρη Τερζόπουλου συνιστά απλώς ομολογία ερασιτεχνισμού. Και μπορεί για κάποιους μια τέτοια νοοτροπία να θεωρείται αποκορύφωμα αυθορμητισμού, παράσημο μιας ηρωϊκής εποχής της δημοσιογραφίας (αν και οι προαναφερθέντες όροι επαγγελματισμού εξακολουθούν να αποτελούν σε μεγάλο βαθμό και σήμερα terra incognita για τα περισσότερα συγκροτήματα του εν λόγω χώρου), υποδεικνύει όμως επίσης ότι η συγκρότηση του κατηραμένου πλέον lifestyle ως συνάντηση δημιουργών και κοινού ήταν περισσότερο συγκυριακή παρά νομοτελειακή εξέλιξη. Τεκμηριώνει, από την άλλη πλευρά, την υποψία ότι το εξώφυλλο του πρώτου ΚΛΙΚ δεν εξακολουθεί συμπτωματικά να αποκαλεί τον Max Headroom «Max Heardroom» μετά 25 έτη: αν σε «πέντε λεπτά» αποφασίζεις αντί περιοδικού πολύ μικρού σχήματος να βγάλεις κάτι «σαν το Acuel με ωραίες μεγάλες φωτογραφίες και άλλα θέματα», αν «στα περιοδικά» η απουσία συγκροτημένου σχεδιασμού παρουσιάζεται ως θεμιτή μεθοδολογία, αν ο πυρήνας της σύλληψής τους είναι αποκλειστικά αφηρημένες «ιδέες», τότε η ανακρίβεια ξεφεύγει από τα όρια της αβλεψίας, γίνεται δομικό στοιχείο της ύπαρξής τους. Και ως εκ τούτου μάλλον δεν έχει νόημα τελικά να μιλάμε για (τυχαίες) «ανόδους» και (αναπόδραστες) «πτώσεις».

Friday, March 2, 2012

A Sense of an Ending

Είναι κάποιοι άνθρωποι που τους παρακολουθείς από τις λέξεις τους. Έχεις χάσει στην πορεία της ζωής την επαφή και δεν πιστεύεις στον ιδρυτικό μύθο του Facebook ότι υπάρχει δεύτερη ευκαιρία διαδικτυακής ανάσυρσης μιας προηγούμενης ανθρώπινης γνωριμίας. Δεν παύεις όμως να παρατηρείς κατά καιρούς τα έντυπα ίχνη τους, προνόμιο όσων βρήκαν κατά κάποιο τρόπο τον δρόμο προς την κοινή παρελθοντική επιστήμη. Οι απουσίες από το χαρτί δεν ξενίζουν – είναι ίδιον της συγγραφής να αναδιπλώνεσαι, να επεξεργάζεσαι, να συνθέτεις και κατόπιν να επανέρχεσαι με τις υποθέσεις εργασίας, τα πορίσματα, τα συμπεράσματά σου. Υπάρχει μια κρίσιμη ηλικία όπου το publish or perish ίσως και να μην διατηρεί την ακατάλυτη ισχύ του, μια και πέφτεις στο ιδιότυπο δόκανο της επαγγελματικής και της οικογενειακής αποκατάστασης. Είναι παράξενο λοιπόν να σου αναγγέλουν σε ανύποπτο χρονικό διάστημα οι λέξεις άλλων ότι η συγκεκριμένη απουσία είναι οριστική, τελική, απόλυτη. Είναι παράξενο να διατρέχεις το χαρτί μιας ανύποπτης έκδοσης σε ανύποπτο χρόνο για να αντιληφθείς ό,τι μπορείς από την απόλυτη λιτότητα της πληροφορίας. Είναι παράξενο να μαθαίνεις ότι κάποιος δεν υπάρχει πια από μια αφιέρωση σε βιβλίο.

Thursday, February 9, 2012

Αναμετάδοση σχολίου

(Από τη συζήτηση για την «Ελλάδα του ομορφάντρα» στο κονάκι του Sraosha.)

Τα πρότυπα και η λειτουργία της διαφήμισης εν Ελλάδι θα μου φαίνονταν πιο πρόσφορο κειμενικό έδαφος για κάτι με τον τίτλο της κ. Ταχιάου. Γιατί την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον η εισαγωγή τεχνογνωσίας από το εξωτερικό και η συμπόρευση σε αρκετά σημεία με το σεναριακό ύφος και τα τεχνάσματα των ευρωπαϊκών ή αμερικανικών διαφημιστικών αντιστοίχων συνοδεύτηκε από την ηθελημένη ή μη, ανάλογα με την περίπτωση, προβολή υποκείμενων ιδεολογικών ή αξιακών επιλογών. Το πρόβλημα της Τ. δεν είναι η «Ελλάδα του ομορφάντρα», το πρόβλημά της είναι η Ελλάδα του Rexona και της μασχάλης του Νίκου Αναστόπουλου, το οποίο θέλει να χώσει στον ζουρλομανδύα των μεταφορών και να το μετατρέψει σε οντολογικό ζήτημα. Προσωπικά, δυσκολεύομαι να δω πώς μπορούμε να φτάσουμε από εκεί στην Ελλάδα της δραχμής ακολουθώντας το δρόμο της λογικής συνάρτησης, αλλά δεν βαριέσαι, μπορεί αυτό να είναι δικό μου πρόβλημα. Εξάλλου, το άθλημα του λογικού άλματος εις μήκος είναι το αγαπημένο πολλών δημοσιολόγων (απανταχού της Γης, για να μην θεωρηθεί ότι κάνω διακρίσεις). Το ζήτημα του «ομορφάντρα», ωστόσο, όπως και του «φανταστικού τροχονόμου» ή του «Τυχαίο; Δεν νομίζω!» είναι η ανταλλαγή στερεοτύπων μεταξύ διαφήμισης και κοινωνίας. Η διαφήμιση αντλεί από τους κοινούς κώδικες επικοινωνίας (με το qualifier του αυτοσαρκασμού της, ενίοτε) προκειμένου να τους χρησιμοποιήσει για να περάσει το δικό της (αγοραστικό) μήνυμα προσφεύγοντας στη δεξαμενή αξιακών αποθεμάτων των δεκτών. Ωστόσο, η διαφήμιση παραλλάσσει, μετατρέπει, εξιδανικεύει, οπωσδήποτε εξημερώνει - πρότυπα, στερεότυπα, ιδεότυπους: Ο «τυχαίος δενομίζως» παραλαμβάνεται ως αναπαράσταση της ελαφρώς ασουλούπωτης ιδιοφυΐας, επιστρέφοντας στο κοινό ως harmless διασταύρωση φωτεινού παντογνώστη επιστήμονα και κλεισομάτη συνωμοσιολόγου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση εκείνο που νομιμοποιεί η διαφήμιση, αν μπορώ να κρίνω από τις χρήσεις της φράσης που έχουν υποπέσει στην αντίληψή μου στο ενδιάμεσο, είναι η εξομοίωση του ορθολογικού με το λογικοφανές: μπορώ να προβάλω οποιαδήποτε αιτία ως απόδειξη οποιασδήποτε πρότασης, αρκεί να της δώσω τον τίτλο του «αιτίου». Το εννοιολογικό φορτίο της διαφήμισης έχει σημασία όχι τόσο ως ακριβής αντικατοπτρισμός στάσεων και συμπεριφορών, μια και αποτελεί παιχνίδι κατόπτρων, αλλά ως διαδικασία επιλογής και διασύνδεσης - αυτών που ακουμπά και αυτών που αποφεύγει, αυτών που συνάπτει και των τρόπων με τους οποίους τα συνάπτει. Υπάρχει κοινό αφήγημα της ελληνικής διαφήμισης; Ίσως, αλλά μάλλον δεν είναι η «Ελλάδα του ομορφάντρα» και μάλλον δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό: η αποενοχοποίηση της κατανάλωσης αποτελεί συλλογικά δυτικό φαινόμενο και δανεικά όνειρα μπορείς να αγοράσεις παντού από καταβολής πιστωτικής κάρτας.