Tuesday, December 15, 2009

This is hardcore

Μεταξύ των πολλών που γράφτηκαν στην επέτειο των γεγονότων του περυσινού Δεκεμβρίου ο kukuzelis επεσήμανε το άρθρο του Στάθη Καλύβα στην Athens Review of Books (quite interesting new entry, btw) και το σχόλιο του thas. Επειδή όλα τα παραπάνω ήταν όντως food for thought, ιδού το αποτέλεσμα και πάμε για το γλυκό. Βαρεθείτε ελεύθερα, γιατί ίσως αυτή τη φορά λέω να δω το ζήτημα από μια πιο μεθοδολογική προοπτική από όσο συνηθίζω εδώ γύρω. You’ve been warned by the title.


Με μια πρόταση, η προσωπική μου αντίρρηση είναι ότι, όπως προκύπτει από τη μελέτη της στρατηγικής του κειμένου, επιδίωξη του Καλύβα δεν αποτελεί η αμερόληπτη εξέταση των γεγονότων του Δεκεμβρίου, αλλά η αποσύνδεση των διάφορων πτυχών τους ώστε να υποταχθούν σε μια κανονιστική ερμηνεία, η οποία θα επιδοθεί στη λύση της αμήχανης ως τώρα επιστημονικής προσέγγισης του προβλήματος των επεισοδίων με την απλούστατη αναγωγή του προβλήματος σε μη-πρόβλημα και των επεισοδίων σε άλλα επεισόδια – λίγο πολύ σαν το Catch-22, όπου στην ερώτηση «τι σου θυμίζουν τα ψάρια;» η απάντηση είναι «άλλα ψάρια». Kαι ο αναγωγισμός, στο επίπεδο των ανθρωπιστικών επιστημών, δεν προσφέρει την επίλυση ενός ζητήματος, μόνο την επίφαση μιας λύσης.


1) Εν αρχή ην οι “πρωτοφανείς για μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα του 21ου αιώνα” ταραχές. Και το Παρίσι του 2005 συνέβη σε άλλο αιώνα ή σε πρωτεύουσα κάποιας άλλης ηπείρου από την ευρωπαϊκή; Όχι, απλώς αποτελεί τον πρώτο σταθμό στην αποσύνδεση των ελληνικών συμβάντων από μια σειρά συμφραζομένων. Το γεγονός ότι στο Παρίσι τα επεισόδια οφείλονταν στην αντίδραση μιας «δεύτερης γενιάς μεταναστών» δεν αναιρεί την ευρωπαϊκή γεωγραφική τους διάσταση, όπως ούτε και η επισήμανση της διαφορετικής κοινωνικής βάσης αποκλείει το ενδεχόμενο ανάλογων αντιδράσεων σε παρόμοια προβλήματα. Αν η «δεύτερη γενιά μεταναστών» στη Γαλλία και οι γόνοι της «ιθαγενούς μεσαίας τάξης» στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν δυσχέρειες ένταξης στο κοινωνικό σύστημα (είτε σε αντικειμενικό επίπεδο είτε σε επίπεδο πρόσληψης/perception) τόσο οι αντιδράσεις όσο και η εξέτασή τους μπορούν να θεωρηθούν υπό το ίδιο πρίσμα, με την προϋπόθεση ότι γνωρίζουμε πως δεν πρόκειται για ταυτόσημα, αλλά για ανάλογα φαινόμενα. Το ερώτημα των «απόλυτα συγκρίσιμων με την Ελλάδα» χωρών, οι οποίες δεν αναφέρονται καν, πλανάται ως φάσμα στον αέρα. Το βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται εντός του πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης εδώ και 30 σχεδόν χρόνια και η σύγκριση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη σε κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο δεν αποτελεί πλέον απλώς αίτημα αλλά ερμηνευτική επιταγή και επιστημονική πρακτική.


2) Εάν το όλο πρόβλημα επικεντρώνεται στο αν θα ονομαστούν τα γεγονότα του Δεκεμβρίου «επεισόδια», «ταραχές» ή «εξέγερση», ας τελειώνουμε με τους ορισμούς και την ονοματολογία. Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου μπορεί να οδήγησαν σε μια προσωρινή καταστολή της τάξης, δεν διέφυγαν όμως από ένα συγκεκριμένο πλαίσιο επιλογών στην άσκηση βίας. Οι εμπρησμοί και οι καταστροφές καταστημάτων αποτέλεσαν κύρια έκφραση μιας βίας, η οποία δεν επεξετάθη, για παράδειγμα, σε ένοπλη σύγκρουση, ούτε και υπήρξε παντελώς ανεξέλεγκτη, αφού δεν στράφηκε αδιακρίτως κατά πάντων. Το σημείο οφείλει να τονιστεί, γιατί ακριβώς αυτό που διακρίνει μια γενικευμένη «εξέγερση» από τα αποσπασματικότερα «επεισόδια» είναι η απώλεια ελέγχου της βίας από τις ομάδες που αρχικά την προκαλούν. Και για να υπάρξει εδώ ένα μέτρο σύγκρισης μεταξύ μιας πραγματικής εξέγερσης και της σειράς των επεισοδίων που αποτελούν τα γεγονότα του Δεκεμβρίου, ας σημειωθεί ότι οι riots του Ιουλίου του 1967 στο Detroit, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ως «insurrection» από την κυβέρνηση Johnson και για τον τερματισμό τους απαιτήθηκε η παρουσία στρατιωτικών μονάδων και αρμάτων μάχης, είχαν ως απολογισμό 43 νεκρούς, 467 τραυματίες και 7.200 συλληφθέντες.


3) Ωστόσο, το στοιχείο που υποτιμά εντελώς ο Καλύβας είναι εκείνο της αυθόρμητης συμμετοχής μαθητών/φοιτητών στις διαδηλώσεις, οι οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, δεν ήταν αποκλειστικά αθηναϊκές – επεκτάθηκαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Ουσιαστικά, όταν ο Καλύβας μιλά για τον «Δεκέμβρη» περιορίζεται αποκλειστικά στη μελέτη μιας συγκεκριμένης πτυχής, εκείνης της βίας. Ωστόσο, μέσω του διαχωρισμού των διαδηλώσεων και των διαμαρτυριών από τα επεισόδια, της απόδοσης των επεισοδίων αποκλειστικά στις ομάδες των αντιεξουσιαστών και της συνακόλουθης απομόνωσης της πτυχής των λεηλασιών που ακολούθησαν τους βανδαλισμούς, όλα σε δύο μόνο λέξεις («ποικίλα κίνητρα»), ο Καλύβας ταυτίζει το σύνολο του φαινομένου των γεγονότων με μια μόνο παράμετρό του (βία), ελαχιστοποιεί την κοινωνική τους σημασία και ακυρώνει την ίδια τους την ύπαρξη: αυτό που ακολούθησε τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου εξισώνεται ουσιαστικά με τον ετήσιο πετροπόλεμο του Πολυτεχνείου και τις συχνές αντιαμερικανικές εκδηλώσεις στο πλαίσιο των οποίων εγγράφεται. Με την ένταξή του θέματός του σε μια (λειψή ως ορισμό και περιεχόμενο στο συγκεκριμένο άρθρο) «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης» ο Καλύβας κανονικοποιεί (με την έννοια του normalise) τα γεγονότα του 2008. Δεν πρόκειται για μια αυθόρμητη εκδήλωση, αλλά για το έργο μιας ελάχιστης μειοψηφίας. Ποιος ο λόγος της συζήτησης λοιπόν; Προφανώς, κανείς – κακώς συζητάτε κυρίες και κύριοι, όλα όσα είδατε πέρυσι και τα αντιληφθήκατε ως εξαιρετική κατάσταση δεν είναι παρά business as usual, αν δεν αποτελούν και εικονική πραγματικότητα τελικά. (Επομένως, θα δικαιούνταν να ρωτήσει κανείς, γιατί χρίζονται παραπάνω ως «πρωτοφανή για ευρωπαϊκή πρωτεύουσα του 21ου αιώνα»;)


4) Το πρόβλημα με την παραπάνω ερμηνεία είναι ότι αποβαίνει τόσο εργαλειακή ώστε παύει να αποτελεί ερμηνεία. Εκείνο που θα όφειλε να εξηγήσει τόσο ο Καλύβας όσο και όποιος προσέρχεται καλή τη πίστη στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι το πλαίσιο της βίας, όχι η εκδήλωσή της και μόνο. Γιατί οι γόνοι της «ιθαγενούς μεσαίας τάξης» βρέθηκαν στα πεζοδρόμια; Γιατί μεγάλο ποσοστό όσων επωφελήθηκαν από τους βανδαλισμούς για να λεηλατήσουν ήταν οικονομικοί μετανάστες; Γιατί, τέλος πάντων, η «ελληνική κοινωνία ανέχεται τις αντικοινωνικές συμπεριφορές, αρκεί να μην προξενούν κάποιο άμεσο ατομικό κόστος» – πρόκειται άραγε για κάποιο είδος συλλογικής ψυχοπάθειας; Η λύση που προκρίνει ο Καλύβας είναι να αποσυνδέσει τα γεγονότα από κάθε ευρύτερο πλαίσιο και να τα απομονώσει εκ νέου στη γνωστή πανάκεια της ελληνικής ιδιαιτερότητας – όπου η εδώ κοινωνία δεν έχει αναφορές ή επαφές με ευρύτερα ρεύματα που διατρέχουν τον κόσμο, ούτε και τυχόν ομοιότητες ή αναλογίες με άλλες ευρωπαϊκές. Γιατί τι άλλο είναι η επίκληση μιας βολικής «κουλτούρας της Μεταπολίτευσης» (και, όχι, η επίκληση μιας «κουλτούρας» δεν αποτελεί πάντοτε την απάντηση σε όλα) από μια επιστροφή στην αυτοαναφορικότητα όπου τα πολιτισμικά και κοινωνικά φαινόμενα της Ελλάδας ερμηνεύονται ως αυτοφυή, άρα μοναδικά, πρωτοφανή και επιδεχόμενα αιτιολογιών που παράγονται και εφαρμόζονται αποκλειστικά σε αυτά; Ο «σκληρός πυρήνας» των αντιεξουσιαστών, στον οποίον αποδίδονται όλα τα δεινά τελικά, επιτελεί ως επιστημονική εξήγηση τον ίδιο ρόλο αναγωγισμού της λαδόκολλας που είχαν οι αλήστου μνήμης «πέντε νταβαντζήδες και δέκα συντεχνίες» του τέως αρχηγέτη Κώστα Καραμανλή…

Wednesday, December 2, 2009

Interim post

Ένα δημοσίευμα. Και μερικές ελάχιστες σημειώσεις για τα σχόλιά του:

1) O Ερντογάν πετάει την μπάλα στην εξέδρα. Όπως ακριβώς κάνουμε όλοι όταν κάποιο επιχείρημα θίγει μια άποψη που μας αναγκάζει να παραδεχθούμε κάτι που δεν θέλουμε για τον εαυτό μας.

2) «Στην Ευρώπη […] δεν σκοτώνουμε τις κόρες μας». Τα εγκλήματα για λόγους τιμής διαφεύγουν από τη μνήμη μας, προφανώς. Αφιερωμένο το χαριτωμένο στιγμιότυπο του πατέρα που σκοτώνει τη 16χρονη κόρη του σε χωριό της Κυπαρισσίας «διότι κατόπιν ιατρικής εξετάσεως διεπίστωσε ότι η νεαρά κόρη του δεν ήταν πλέον παρθένα». «Ο K. ωδήγησε χθες το μεσονύκτιον την θυγατέρα του έξωθι του νεκροταφείου του χωρίου και την εφόνευσε πλήξας αυτήν τρις διά μαχαίρας. Ακολούθως απέκοψε την κεφαλήν της και ήλειψε το πρόσωπόν του με το αίμα του θύματος».

3) Υπάρχει άλλο σχέδιο που περνάει μέσα από τα ΜΜΕ. Το κωδικό του όνομα, μόνο για τους μυημένους, είναι «γυφτοσκοπιανή εβραιομουσουλμανική μασονομπολσεβικική συνωμοσία».

4) Οι μιναρέδες είναι εξίσου συστατικό στοιχείο των τζαμιών με τα καμπαναριά των εκκλησιών. Η απαγόρευση της κωδονοκρουσίας στους ορθόδοξους ναούς κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είθισται να συγκαταλέγεται (ορθώς) στην κατηγορία των «θρησκευτικών περιορισμών».

Monday, November 30, 2009

The right stuff

Η εσωκομματική αναμέτρηση στη Ν.Δ. μπορεί να εξετράπη ενίοτε επικίνδυνα, να είχε προσλάβει ακόμη και χυδαίες διαστάσεις, αλλά υπήρξε εξόχως χρήσιμη και ουσιαστική διαδικασία. Για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική περίοδο ετέθη -από τον κ. Αντώνη Σαμαρά- το θέμα της απενοχοποίησης και ανόρθωσης του ηθικού της ελληνικής Δεξιάς και της ανάγκης ιδεολογικών προσαρμογών της συντηρητικής παράταξης στη νέα διεθνή συγκυρία, όπου το εθνικό κράτος αποδομείται, λόγω της παγκοσμιοποίησης.


Ο Κώστας Ιορδανίδης μπορεί να εντοπίζει ορθά το διακύβευμα της κάλπης που οδήγησε στη στέψη του Αντώνη Σαμαρά ως άλλου Richard Nixon, αλλά η επισήμανσή του πάσχει από το σύνδρομο της πολιτικής ανάλυσης – παραμένει στενά και αποκλειστικά πολιτική. (Τα αίτια και οι αφορμές που οι δημοσιολόγοι στην Ελλάδα συχνά ρέπουν προς μια «στιγμιαία διάρκεια», την οποία υποθέτω ότι θα είχε ορίσει ο Fernand Braudel αν είχε ζήσει και την εποχή του διαδικτυακού πολιτικού χρόνου, αποτελούν υλικό για άλλο post.) Ωστόσο, αν αποφύγει κανείς την περιχαράκωση στον θεσμικό χώρο και ρίξει μια ματιά στην κίνηση των ιδεών της τελευταίας δεκαετίας θα διαπιστώσει ότι πολιτισμικά το τοπίο της ελληνικής δεξιάς έχει ήδη υποστεί σαφέστατες μεταβολές, κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητες. Η αποκάθαρση της δεξιάς κουλτούρας, για παράδειγμα, από τις μνήμες της δικτατορίας, το λίφτινγκ των παραδοσιακών της θέσεων εν είδει λεπενικού εκσυγχρονισμού, το κύρος που προσέδωσε στο συντηρητισμό ο πρώην αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, αποκατέστησαν μεταξύ άλλων στον συγκεκριμένο πολιτικοκοινωνικό χώρο την αυτοπεποίθηση που του έλειπε για τρεις δεκαετίες, όταν ο αντικομμουνισμός είχε πλέον ξηλωθεί ως ικανοποιητικό αφήγημα. Διαφορετικά, δεν θα υπήρχε η κοινωνική βάση για να συντηρήσει τα θεμέλια του 5 ως 7% της (ακρο)δεξιάς πολυκατοικίας ούτε θα προέκυπταν ως συνδιαχειριστές της τελευταίας ο Χεριχέρης και ο πάλαι ποτέ αποδέκτης του συνθήματος των φοιτητικών αμφιθεάτρων «Αντώνη Σαμαρά, γάμα τους γερά». Διακρίνεται μια δειλή τάση στα προσκείμενα στη ΝΔ μέσα ο τέως υπερβατικός να αναγορευθεί στο αντίστοιχο του Sarkozy: στον ηγέτη που θα αναμορφώσει τον πολιτικό λόγο της δεξιάς, αρθρώνοντας μια διφορούμενη τεφλόν συνθηματολογία κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Το πρόβλημα με την παραπάνω ερμηνεία είναι ότι πίσω από το πλατύ χαμόγελο του Αντώνη και τις λαϊκιστικές κορώνες του στοιχίζεται πλέον μια πολιτισμικά ακομπλεξάριστη unreconstructed δεξιά.

Thursday, November 26, 2009

Defining moment


Στην ιστορία και την πολιτική επιστήμη είθισται να χρησιμοποιείται ενίοτε ο όρος «στιγμή», όχι με την εννοια του ελάχιστου χρονικού διαστήματος, αλλά της περίστασης με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Το ενδιαφέρον στον συγκεκριμένο ορισμό είναι ότι διαστέλλει το χρόνο: παίρνει το δευτερόλεπτο ως έννοια και από μικρή μετακίνηση του δείκτη το μετατρέπει σε ένα long encompassing moment – μια παρένθεση που δανείζεται διάρκεια και εξαπλώνεται στο μέλλον. Παράλληλα, η στιγμή περιλαμβάνει και το σύνολο εκείνων των προϋποθέσεων που την έχουν καταστήσει δυνατή, είναι μια κατάλληλη ευκαιρία, πραγματοποιήσιμη επειδή συνέκλιναν προς τα εκεί μια σειρά ευνοϊκών παραγόντων. Το αρνητικό φυσικά της όλης υπόθεσης στην προσωπική ζωή, όπως και στο κοινωνικό επίπεδο, είναι ότι μια παρόμοια στιγμή μπορείς να τη δεις ολοκληρωμένα και να την περικλείσεις στα όριά της εκ των υστέρων, όσο είσαι εντός της μοιάζει να προεκτείνεται στο άπειρο. Γι’ αυτό και η στιγμή, όπως όλες οι οριοθεσίες και οι απολογισμοί, είναι τελικά μια μάλλον λυπηρή έννοια, αν το καλοσκεφτεί κανείς: σαν να κουνάς μια γυάλα με νερό για να δεις το χιόνι να πέφτει στο τοπίο της σε μια αέναη επανάληψη που δεν πρόκειται ποτέ να ξαναζήσεις.

Thursday, November 12, 2009

Nineish

Κάθε φορά που ο Niall Ferguson κάνει μια μικρή εκδρομή στα χωράφια του δημόσιου λόγου οι δείκτες των ρολογιών οφείλουν να σταματούν και ο κόσμος να παίρνει μια συλλογική ανάσα γι’ αυτό που του μέλλει να αντικρύσει. Δεν είναι απλώς ότι η ευρυμάθειά του έχει συν τω χρόνω εξελιχθεί σε μια αδήριτη ανάγκη να φήνει τους πάντες να τρώνε τη σκόνη του σε κάθε νέο κείμενο ούτε και η απόλυτη εμπιστοσύνη στην ικανότητά του να διδάξει ιστορία τους πολιτικούς και πολιτική τους ιστορικούς. Είναι που η εντυπωσιοθηρία τείνει να εξελιχθεί σε αυτοσκοπό: κάθε σχόλιο, ακόμη κι αυτό που αφορά τον κοινότερο των τόπων, πρέπει να τον καταργεί για να τον αντικαθιστά με μια νέα έκλαμψη, δικής του έμπνευσης. Το τελευταίο κουνέλι που βγάζει, off the top of his hat, είναι η υποτίμηση του 1989 ως κομβικής χρονολογίας. Στη θέση του οφείλουμε να στήσουμε αδριάντα στο 1979, έτος εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων του Deng Hsiaoping, ανάληψης της εξουσίας από τη Margaret Thatcher και επικράτησης της ισλαμικής επανάστασης. Ίσως πρόκειται για μια ηθελημένη επιστροφή στα ‘80s, μια και όντως το 1979 θεωρούνταν ένα είδος annus mirabilis, προτού το τέλος του ψυχρού πολέμου, η παρακμή της σοσιαλδημοκρατίας και το εναρκτήριο λάκτισμα ενός παγκόσμιου ρεύματος μετανάστευσης, στοιχείων δηλαδή που καθορίζουν εν πολλοίς την προβληματική της πολιτικής ατζέντας σήμερα, στηθούν στην αφετηρία για το δωδεκάμηνο των λεγόμενων «βελούδινων επαναστάσεων». Όσο άνετα όμως ο Ferguson επικαλείται κοσμογονικές ρήξεις και τομές άλλο τόσο εύκολα θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει στις επιλογές του μια σειρά από αντιρρήσεις. Το κινεζικό οικονομικό θαύμα μένει να αποδείξει τόσο τη βιωσιμότητά του σε υψηλό ανταγωνιστικό επίπεδο (call me Japan) όσο και την κοινωνική του ευστάθεια – παρολίγον άλλωστε, ελέω Τιενανμέν, σήμερα ο Niall να έψαχνε για άλλο γεγονός ώστε να συμπληρώσει την τριλογία του. Η κληρονομιά της Thatcher είναι ουσιαστικά μόνο το όνομα της προσφιλούς στον Ferguson ιδεολογίας, μια και οι πρακτικές της είναι τόσο controversial ώστε ακόμη και ο David Cameron, με γύρω στις 15 μονάδες διαφορά από τον Gordon και πρωθυπουργός του χρόνου τέτοια εποχή, αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι να ταυτιστεί μαζί τους, έστω και ονομαστικά. Η ισλαμική επανάσταση που χρεώνει αποκλειστικά στον μωαμεθανικό κόσμο θα μπορούσε επίσης να ιδωθεί ως εκδήλωση μιας καταρχήν αντίδρασης στη δυτική νεωτερικότητα που πρεσβεύουν οι γενάρχες του ισλαμισμού (όπως ο Sayyid Qutb, ο οποίος γράφει με την εμπειρία της διαμονής του στην Αμερική), άρα σε μια κατά Peter Gay αντιδιαφωτιστική παράδοση ή κατά Zeev Sternhell «ανορθολογική νεωτερικότητα» – όχι πάντως στο pace Huntigton παπαρολόγημα περί σύγκρουσης πολιτισμών. Αυτό που σίγουρα αναδεικνύει για άλλη μια φορά, μάλλον άθελά του, ο Niall Ferguson, είναι το φετίχ των χρονολογιών: κοσμοϊστορικά γεγονότα μπορεί να εντοπίσει κανείς σε κάθε «9», να τα χρίσει με το λάδι ενός μεγάλου αφηγήματος και να τα σερβίρει εν είδει γαρνιτούρας στο κοινό που σε λίγο θα προετοιμάζεται για το 2012, έχοντας κρατήσει τις ανατριχίλες του από το 1999.

Monday, November 9, 2009

Last Post in Flanders


Ως kibbitzer τουρίστας θα ήθελα να κάνω κάποτε μια βόλτα στο Ypres, αργά το απόγευμα. Οι πυροσβέστες που σαλπίζουν κάθε βράδυ το σιωπητήριο στην Πύλη της Menin είναι ταυτόχρονα οι εκπρόσωποι μιας μάλλον ωραιοποιημένης εκ των υστέρων μνήμης και οι τελετουργικοί φύλακες ενός παρελθόντος που απέχει πλέον 91 χρόνια και που αρνείται παρ’ όλα αυτά πεισματικά να φύγει. Ο κόσμος που μας κληροδότησε ο Μεγάλος Πόλεμος, όπως ήταν γνωστός ο πόλεμος του 1914-1918 προτού χρειαστούμε αριθμητικά, είναι αχνά ορατός σε πολλαπλές και τόσο διαφορετικές μεταξύ τους εκφάνσεις όσο τα διάσπαρτα ανά την Eυρώπη μνημεία του Άγνωστου Στρατιώτη ή οι συνοριακές γραμμές της Μέσης Ανατολής. Οι 54.896 νεκροί των οποίων τα ονόματα είναι χαραγμένα στην πύλη μιας μικρής πόλης της Φλάνδρας, κοντά στον ποταμό Somme, πιστοποιούν τη στιγμή της πρόσκρουσης της νεωτερικότητας στον τοίχο του 20ού αιώνα και αποτελούν γι’ αυτό μικρές ρυτίδες στο χωροχρονικό συνεχές. Κι αυτό το χωροχρονικό συνεχές μπορεί να το δει κανείς σήμερα με δύο τρόπους. Είτε με τα μάτια του 21ου αιώνα, ως μιας ελάχιστης δυνατής ακόμη επαφής με το σταθερό σημείο του οριστικού τέλους του χθες και της δειλής αρχής του σήμερα. Είτε με τα μάτια του long nineteenth century, εκείνα του θυμωμένου Siegfried Sassoon, που επέζησε του πολέμου για να δει την πύλη και να γράψει την ετυμηγορία του:

Well might the Dead who struggled in the slime
Rise and deride this sepulchre of crime.

Thursday, October 22, 2009

Soul asylum

«Ωραία τα λέει ο κ. Ζακ Μπαρό: η Ελλάδα πρέπει να σέβεται τους κανόνες που αφορούν την παροχή ασύλου. Ο επίτροπος, αρμόδιος για τη Δικαιοσύνη, την Ελευθερία και την Ασφάλεια, είπε επίσης ότι υπάρχει ανάγκη αλληλεγγύης από την Ευρωπαϊκή Ενωση στις χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα με τα μεγάλα κύματα παράνομης μετανάστευσης. Να παραχωρήσουμε σε άλλες χώρες την αλληλεγγύη, μαζί με την υποχρέωση να κρατήσουν εντός των συνόρων τους εκείνους που θα λάβουν το άσυλο;»

(Από εδώ.)


Είναι καιρός που θέλω να γράψω κάτι για τα όρια του εξυπνακισμού στη δημοσιογραφία. Όπου το κύριο point θα ήταν φυσικά ότι δεν υπάρχουν όρια: από τη στιγμή που έχεις φαρμακερή γλώσσα και το ελεύθερο να την αμολύσεις, ποιος θα σε κρατήσει, το παιδί μέσα σου ή οι better angels of your nature; Το πρότυπο του μέτρου αποκλείεται, είναι πολύ μακριά, στο Arts et Métiers στο Παρίσι. Το πρόβλημα είναι ότι τα καλαμπούρια που μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματικά για ένα στιγμιαίο χάχανο εντός της οποιασδήποτε παρέας αλλάζουν μορφή και προεκτάσεις όταν παραδίδονται στον δημόσιο λόγο. Χο χο χο με το χωρατό του Γιάννη Πρετεντέρη για τους 11 υποτιθέμενους αρχηγούς του ΣΥΡΙΖΑ που θα πηγαιναν στο debate μπορεί να έκανα κι εγώ αν ένας φίλος μου το τύλιγε σε ένα ευρηματικό ανέκδοτο και μου το έλεγε κατ’ ιδίαν. Αλλά από την έντυπη πολιτική δημοσιογραφία δεν περιμένουμε χιούμορ, αυτό μπορούμε να το αναζητήσουμε και αλλού – η πιτσιρικοποίηση της γραφής που για ορισμένους στις εφημερίδες είναι η λυδία λίθος της προσέλκυσης αναγνωστών προσωπικά δεν μου λέει τίποτα όταν γίνεται σε βάρος της ανάλυσης. Εκτός αν απλώς αποκαλύπτει τα εσωτερικευμένα συμπλέγματα του καθενός, τα οποία προβάλλονται στην υπόλοιπη κοινωνία ως θέσφατα: αλλά αν στη Λώρη Κέζα ξινίζει ο Ζακ Μπαρό και βρωμάει η Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά την άποψή της η σχετική νομοθεσία στην Ελλάδα είναι άψογη ή τηρείται απαρέγκλιτα, η ίδια φιλοξενεί ήδη 500 μετανάστες στη σαλοτραπεζαρία της και δεν μπορεί να κρατήσει εντός των συνόρων της άλλους ή θα ήθελε να παζαρέψει το άσυλό της με την ομόλογή της στο Paris-Match δεν έχει νόημα να το μάθω από μια εξυπνακίστικη ξεπέτα έξι σειρών – όπως ακριβώς εκείνη θεωρεί ότι δεν έχει νόημα να βλέπουμε ηγέτες να ξύνουν τη μύτη τους ή να πλένουν τα δόντια τους.

Sunday, October 11, 2009

Think of London (a small city)

London still puzzles me. Το Λονδίνο με ήλιο δεν είναι Παρίσι ως προς την αμεσότητα της γοητείας, παραμένει όμως μια πόλη που σε κάνει να αισθάνεσαι άνετα (εκτός αν είσαι στην Oxford Street εν μέσω rush hour). Ίσως είναι ο χώρος (η έκταση των δρόμων, ο χαμηλός κατά κανόνα συντελεστής δόμησης, η αφθονία των πάρκων). Ίσως είναι τα πολλά μικρά μυστικά μέρη που ανακαλύπτεις για περπάτημα, όπως το Highgate Hill. Ίσως είναι η διάθεση των ανθρώπων, της μαύρης κοπελιάς που πουλάει confectionary, σου δίνει οδηγίες για το μουσείο που ψάχνεις και σε χαιρετάει με ένα cute wink αντί για το τυπικό bye. Οπωσδήποτε είναι η ποιότητα των βιβλιοπωλείων θα μπορούσα να ζήσω μέσα στο Foyles, έχει και ωραίο café. Σίγουρα είναι το πλήθος των επιλογών ενός πολιτισμικού επικέντρου: ινδικό, ιταλικό, ισπανικό, τουρκικό εστιατόριο στην ίδια ευθεία και σε απόσταση 30 μέτρων – το βαλτικό το βρίσκεις μόλις στρίψεις τη γωνία. Το Λονδίνο σε πείθει ότι υπό τις (διόλου αμελητέες ως παράγοντες δυσκολίας) κατάλληλες συνθήκες –επαγγελματική αποκατάσταση, κοινωνικός ιστός, ψυχική διάθεση– μπορεί να σου προσφέρει απλόχερα τη good life που πιο στενόκαρδες πρωτεύουσες σου παρέχουν τσιφούτικα, σαν να τους χρωστάς γραμμάτια. Κι αυτό που αποπνέει για μένα τελικά είναι φυσικότητα: σαν τα πράγματα να γίνονται χωρίς κραυγές, χωρίς να χρειάζεται να προβάλεις την ενδεχομένως μικρή θεατρική καινοτομία σου ως μείζων γεγονός του αιώνα, χωρίς να ανεμίζεις υπαινικτικά τη γαστριμαργική πρωτοπορία σου στα μούτρα των αδαών, χωρίς να κομίζεις γλαύκας και άλλες μεταξωτές κορδέλες ες Αθήνας.

Monday, October 5, 2009

Post election mood

Δεν έχω κέφι πια στις εκλογές, όπως και στις μέρες των γενεθλίων μου, μετράω πιο πολύ τις απογοητεύσεις του παρελθόντος παρά τις ευκαιρίες του μέλλοντος. Αν στο –10% αναπάντεχα κάποιοι πήραν αυτό που τους αναλογούσε, αν η αντανακλαστική χαρά για όσους χαίρονται ακόμη μετρίασε κάπως την αίσθηση της futility, ήρθε o Guardian, στον οποίο προσέφυγα για την ξένη ματιά στα του οίκου μας, να μου υπενθυμίσει ότι αλλού εκτυλίσσονται πιο κοσμογονικά πολιτικά γεγονότα από τις δικές μας αλλαξοπατριαρχίες.

Sunday, September 27, 2009

Girlfriend is better


Καπιταλισμός και ανθρώπινες σχέσεις. Το σημείο όπου αυτά τα δύο σημεία τέμνονται για τον Steven Soderbergh δεν είναι τα μέσα παραγωγής, αλλά το σεξ. Φαινομενικά, το αγοραίο σεξ, μια και η ηρωΐδα του είναι ένα call girl υψηλής περιωπής. Πρακτικά, το σεξ, τελεία. Το σεξ φέρνει μαζί του και τα δικά του ενοχλητικά μπαγκάζια που λέγονται «συναισθήματα». Στο The Girlfriend Experience ο έρωτας μπαίνει από το παράθυρο – σε καμία περίπτωση σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα μεν, αλλά hovering around like the ghost of a memory. Το κλειδί μιας ταινίας αποτελούμενης από μια σειρά face to face conversations κατά τις οποίες λέγονται αλήθειες και ψέματα για ανάγκες και επιθυμίες βρίσκεται στην παρατήρηση ενός από τους συζητητές στη διάρκεια ενός διαλόγου με την πρωταγωνίστρια: «We are having a transaction here». Κάθε διάλογος είναι μια συναλλαγή περί συναισθημάτων – ή μια συναλλαγή συναισθημάτων. Η περίπτωση της διερεύνησης των συναισθημάτων ενός call girl ενδεχομένως να θεωρείται ακραία ως βάση γενικότερων ερμηνειών, ο τρόπος ωστόσο που στήνει την ταινία ο Soderbergh μοιάζει για μένα να δείχνει ότι έχει περισσότερα κατά νου από το να διηγηθεί απλώς ένα ηθικολογικό παραμύθι για την εκπόρνευση του καπιταλιστικού ανθρώπου (όλοι στο φιλμ έχουν τις επιλογές τους και όλες είναι συναινετικές) ή μια weird ερωτική ιστορία για έναν συναισθηματικά ανάπηρο χαρακτήρα (μια και στην ταινία δεν εμφανίζεται σχεδόν κανείς αρτιμελής). Το υποδόριο ερώτημα του Girlfriend Experience δεν είναι το κατά πόσο η επί χρήμασι επαφή διαστρέφει τις κανονικές ανθρώπινες σχέσεις. Η σύγκριση που θέτει επί τάπητος ο Soderbergh είναι κατά πόσο υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ των πελατειακών σχέσεων της Chelsea και της σχέσης με τον εραστή της. Η τελική αμφιβολία που σπείρει το Girlfriend, εκκινώντας από μια κρίση του καπιταλισμού, είναι το αν και σε ποιο βαθμό το δούναι και λαβείν των ανθρώπινων σχέσεων σήμερα διαφέρει στην υπόστασή του αν το νόμισμα της συναλλαγής μεταξύ δύο μερών είναι μεταλλικό ή συναισθηματικό.

Wednesday, September 23, 2009

Requiem for aN Dream

«The film depicts different forms of addiction, leading to the characters’ imprisonment in a dream world of delusion and reckless desperation that is subsequently overtaken and devastated by reality» (Wikipedia).

Παρακολουθώντας χτες και σήμερα την αγαπημένη κινησιολογία και φρασεολογία του πρωθυπουργού (χέρια που κάνουν κοφτές κινήσεις στον αέρα υπό την εναλλάξ υπόκρουση των αποφθεγμάτων «αυτή είναι η αλήθεια» και «αυτή είναι η πραγματικότητα») χτύπησα την πόρτα δίπλα κι έκανα μια επίσκεψη στον Rakasha του 2004. Πριν από τις εκλογές του 2004 σκεφτόμουν ότι ο Κώστας Καραμανλής είχε δύο δρόμους μπροστά του: είτε να στηριχθεί στους μετριοπαθείς κεντροδεξιούς (Σουφλιά, Mπακογιάννη, Δήμα, Χατζηδάκη, Σπηλιωτόπουλο – τη Σαλώμη, όχι τον πτέραρχο) στρέφοντας οριστικά το κόμμα προς το μεσαίο χώρο, είτε να ακολουθήσει τα κελεύσματα της λαϊκής δεξιάς (Πολύδωρα, Γιακουμάτο και λοιπούς λαμπρούς διανοούμενους). Η εκδίωξη του Καρατζαφέρη παρέπεμπε προς αυτή την κατεύθυνση, όπως και η διάγνωση της επικοινωνιακής τους ομάδας ότι οι εκλογές του 1996 και του 2000 είχαν χαθεί από το ανάλογο των «Reagan Democrats», των «δεξιών του Σημίτη», οι οποίοι είχαν αποστασιοποιηθεί από τον «Καρδίτσα Καρδίτσα» και την πρώτη ενσάρκωση του (pace Μαλβίνα) δάμαλου ως εμπνευστή του «αρχιερέα της διαπλοκής». Ωστόσο, το επικοινωνιακό επιτελείο δεν αντλούσε ικανοποίηση από τα απλά, χρειαζόταν την επιβεβαίωση από τα πιο περίπλοκα. Εξ ου και τεχνηέντως ο Καραμανλής χρίστηκε διάδοχος του Ανδρέα Παπανδρέου: θαυμαστής του (check), master tactician (check), ευφραδής ηγέτης (check). Τι κάνει ένας ευφραδής και στιβαρός ηγέτης; Χτυπάει το χέρι στο τραπέζι για να επιδείξει την εξαιρετικά δημοφιλή στην Ελλάδα και εξίσου δύσκολα οριζόμενη έννοια της «μαγκιάς». Το ηγετικό προφίλ του Κώστα Καραμανλή οικοδομήθηκε πάνω στη λαδόκολλα του Μπαϊρακτάρη όπου υποτίθεται ότι βρόντηξε τη γροθιά του, γαμοσταύρισε δέκα νταβαντζήδες και πέντε συντεχνίες και ενδύθηκε τα ιμάτια του σεμνού και ταπεινού κυβερνήτη. Σε συνδυασμό με την ηθικολογία του ιδεολογήματος της διαπλοκής, το οποίο υποκαθιστούσε την ανάγκη παραγωγής πολιτικής με την επιθυμία εφαρμογής μιας ιδιόμορφης εκδοχής του «απόλυτου προορισμού» (γαλάζιοι εκλεκτοί του Θεού – πράσινοι υπηρέτες του Σατανά) καθιστούσε τη συνέχεια μάλλον προδιαγεγραμμένη. Οι «μεταρρυθμίσεις» υπήρξαν ο φερετζές του λαϊκισμού, τον οποίο ο πρωθυπουργός φορούσε εναλλάξ με τα κοστούμια που του έκοβαν καμάρια του ύψους των Βύρωνα (praetores urbis) Πολύδωρα και Πάνου («και κομμουνιστές θα γίνουμε για το λαό») Παναγιωτόπουλου. Η στελέχωση των κρατικών μηχανισμών δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από την εποχή των κλαδικών του ΠΑΣΟΚ. Η σπορά των Μανώληδων έφερε θερισμό Τατούληδων. Και ο ηγέτης της ΝΔ ανακάλυψε εν είδει requiem ότι το μαγικό βοτάνι της επικοινωνίας, όπως παρεχόταν μασημένο από τον (σνιφ) «γιο του ταχυδρόμου», χωρίς τη στήριξη όχι στρατηγικής διακυβέρνησης, αλλά έστω της ελάχιστης συγκροτημένης πολιτικής φιλοσοφίας, αρκεί ενδεχομένως για να εξαπατάς λίγους για μεγάλο χρονικό διάστημα, πολλούς για μικρό χρονικό διάστημα – όχι όμως όλους για πάντα.

Wednesday, September 16, 2009

A Pale View of Hills



«Σ’ όλη μου τη ζωή λάτρεψα τους τόπους. Πάντα ο τόπος ήταν καλύτερος από τους ανθρώπους». Με τον άνθρωπο που έζησε κάθε στιγμή της ζωής του προσπαθώντας μανιωδώς να ενσαρκώσει το πρότυπο του ανδρισμού, τον Ernest Hemingway, διαφωνούμε ριζικά. Κυρίως γιατί διαβάζοντας κείμενά του όπως οι Πράσινοι λόφοι της Αφρικής αντιλαμβάνεται κανείς σε προτάσεις σαν την παραπάνω τη δυνητική μισανθρωπία με την οποία επενδύεται στερεοτυπικά το ιδανικό του. Στο ταξιδιωτικό αυτό αφήγημα, οι πέτρες, τα δέντρα, η φύση, λαμβάνουν λυρικές διαστάσεις, ενώ οι ανθρώπινες φιγούρες, ανδρικές και γυναικείες, εμφανίζονται στην καλύτερη περίπτωση ως συμπαθείς lesser deities. Στο σύμπαν του Hemingway δεσπόζει φυσικά η δική του προσωπικότητα που δοξάζει κοινοτοπίες της εποχής, όπως το μεγαλείο του πολέμου, και περιγράφει ευλαβικά τη χαρά του κυνηγιού με τρόπο που για τις σημερινές μας ευαισθησίες μοιάζει σχεδόν χυδαίος: «νιώθοντας τρυφερότητα» για τη σύζυγό του, η οποία στέκεται δίπλα του, ενώ ο ιθαγενής οδηγός κάνει τις απαραίτητες τομές προκειμένου να γδάρει το τομάρι ενός βούβαλου που ο μεγάλος άνδρας μόλις έχει σκοτώσει. Ωστόσο, ένα βιβλίο στο οποίο ο Hemingway διατείνεται διαρκώς ότι αγαπά τους Αφρικανούς ως οντολογική κατηγορία, ενώ παράλληλα δεν παραλείπει να ανακαλύψει παντοειδή ελαττώματα σε όσους από αυτούς συναντά προσωπικά, διασώζεται ίσως από μια στιγμιαία ενατένιση του Ρεύματος του Κόλπου που του αποκαλύπτει εν μέρει την ανθρώπινη κατάσταση (προτού τον καταλάβει ασίγαστη μανία για τις κυνηγετικές επιτυχίες κάποιου άλλου): «και τα δάφνινα στεφάνια από τις νίκες μας, οι λαμπτήρες των ανακαλύψεων, τα άδεια προφυλακτικά των μεγάλων ερώτων μας επιπλέουν ανούσια στο μοναδικό πράγμα που διαρκεί – το ρεύμα». Εν τέλει οι καταγεγραμμένες εντυπώσεις είθισται να μας λένε περισσότερα για τον τρόπο σκέψης των συγγραφέων τους παρά για τα αντικείμενα των περιγραφών τους. Αδίκως αναζητεί κανείς εγγενές και απόλυτο νόημα σε τόπους και σε πράγματα – γιατί ο τόπος, dear Ernest, είναι οι άνθρωποι.

Monday, September 14, 2009

In my dreams I'm dying all the time



Είναι μάλλον προφανές, αλλά ας το ομολογήσουμε και officially. We’re back in business.

Tuesday, September 8, 2009

All the Names

Στο πρόσφατο βιβλίο του Hitler's Empire: Nazi Rule in Occupied Europe, o Mark Mazower περιγράφει ένα στιγμιότυπο από την κατοχή της Αλσατίας μετά την παράδοση της Γαλλίας στο ναζιστικό καθεστώς τον Ιούνιο του 1940. Λόγω της γερμανικής καταγωγής πολλών από τους κατοίκους της περιοχής, η Αλσατία αποσπάστηκε εκ νέου από τη Γαλλία, όπως μετά τον πόλεμο του 1870, και εντάχθηκε διοικητικά στο Γ' Ράιχ. Ο gauleiter Robert Wagner διέταξε στο πλαίσιο του εκγερμανισμού της περιφέρειας τη μετατροπή των γαλλικών ονομάτων του πληθυσμού σε γερμανικά με ορθολογικά guidelines που δεν θα επέτρεπαν σε διάφορους Dumoulin να μεταλλαχθούν σε Vondermhuler, Zurmuhlen, Muller και Dumuller. Σύντομα, ωστόσο, οι αξιωματούχοι του γραφείου του βρέθηκαν μπλεγμένοι στα χωράφια της γλωσσολογίας: ένας πρότεινε όλοι οι Robert να γίνουν Rupprecht, άλλος του αντέτεινε ότι ο ίδιος ο προιστάμενός τους ήταν Robert. Όταν κάποιος ανακάλυψε τη λύση για το επώνυμο του κυρίου Boulois στο εύηχο γερμανικά Bulwa, έτερος συνάδελφος του επεσήμανε ότι η πρότασή του μάλλον ταίριαζε ακουστικά σε αφρικανό φύλαρχο. Η διχογνωμία για το επώνυμο «Charpentier» αφορούσε την απόδοσή του ως «Scharpenter» ή «Zimmermann» Και κάποιοι για να περιπλέξουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα έφεραν ως παράδειγμα τα ονόματα του υπουργού γεωργίας και του ηγέτη του τμήματος υγείας του ίδιου του Γ' Ράιχ: τόσο το «Walther Darré» όσο και το «Leonardo Conti» μόνο με άρεια ονόματα δεν έμοιαζαν.

Το διδακτικό αυτό παραμύθι ονοματοποιίας τελειώνει με την παρατήρηση ενός αλσατού αυτονομιστή, ο οποίος αναρωτιέται ειρωνικά πόση σημασία μπορεί να έχει ένα τέτοιο παιχνίδι εν μέσω μιας πολεμικής κρίσης - και έχει εν μέρει δίκιο. Η ομφαλοσκόπηση των προσδιορισμών λειτουργεί αποτρεπτικά σε σχέση με τη συνειδητοποίηση της γενικότερης εικόνας των πραγμάτων: αν ασχολείσαι με τα σημεία του ορίζοντα δυσκολεύεσαι να προσλάβεις στις κανονικές τους διαστάσεις τις πολιτικές διαδρομές της καθημερινότητας. Όμως και η ονοματοδοσία είναι μια μορφή ελέγχου - γι' αυτό και οι πολέμιοι των McDonald's ως προγεφυρώματος αμερικανοδουλείας δεν καθησυχάστηκαν προφανώς παρά μόνο όταν το «Big Mac» έγινε «MacΣαρακοστή» και όσοι ανησυχούσαν για τα 's' του Βήματος ως προανάκρουσμα εκλατινισμού της ελληνικής δεν ανέπνευσαν παρά μόνο όταν το κατά την προσφιλή τους έκφραση «Λαμπρακιστάν» άρχισε να τηρεί ίσες αποστάσεις μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Εν τέλει, όπως ανακάλυψαν και οι Ναζί στην Αλσατία τα ονόματα είναι ενδεικτικά - δεν καθορίζουν όμως από μόνα τους ούτε τη συνείδηση ούτε την ταυτότητα. Όπως και η παρουσία ή μη του MKD επί της οθόνης.

Monday, August 31, 2009

Aftermath


Ανατρέχοντας κανείς στο χώρο του τύπου, διαβάζοντας για ονειρικές παραλίες, θάλασσες ποικίλων χρωματισμών, άμμους εντυπωσιακής ποιότητας και σκηνικά εκπάγλου καλλονής αργεί να συνειδητοποιήσει πόσο απερίγραπτα αυτιστικό είναι το σύνολο. Στην ακτή του παραδείσου είσαι μόνος σου εσύ, το αντηλιακό, το βιβλίο, η πετσέτα, η ομπρέλα και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Διάφοροι χαρακτήρες πλανιούνται γύρω σου, αλλά είναι σκιές πραγμάτων, στερεότυπα με πόδια, οι «γυναίκες της παραλίας» χωρισμένες σε αριθμημένες κατηγορίες, οι «άνδρες των διακοπών» με πλήρη εξάρτυση μαγιώ και ασυναγώνιστο μαύρισμα. Το απόλυτο ιδανικό των διακοπών είσαι εσύ, λες και πρόκειται να πιεις όλο τον ωκεανό, να φας όλη την άμμο, να αγκαλιάσεις όλο το σύμπαν, αν είναι δυνατόν, και να το σφίξεις μέχρι θανάτου για να νιώσεις ότι έχεις φύγει από τη ρουτίνα. Έχοντας υποστεί διάφορα είδη διακοπών, από τις ευφορικές και τις κανονικές ως τις απελπισμένες, όπως και την απουσία τους, δεν βλέπω στον καλοκαιρινό αυτισμό των περιοδικών μεγάλη σχέση με τα εγκόσμια. Η αποστείρωση του απέραντου γαλάζιου και των άλλων αφηρημένων εννοιών είναι για όσους βλέπουν ταινίες στο μυαλό τους ή τον εαυτό τους ιλουστρασιόν. Θα ταίριαζε να αλλάζαμε την παραδοσιακά τετριμμένη ερώτηση «που θα πας διακοπές;» σε «σε ποιον θα πας διακοπές;». Ο τόπος τελικά μικρή σημασία έχει, γιατί χωρίς να είμαι απόλυτα σίγουρος ότι η κόλαση είναι οι άλλοι, όπως διαβεβαιώνει ο Sartre, είμαι εν τούτοις πεπεισμένος ότι οι διακοπές είναι κάποιοι συγκεκριμένοι άλλοι. Και χωρίς αυτούς το μέρος σου είναι κάποιες τυχαίες συντεταγμένες του χωρόχρονου, δίχως ειρμό και πλαίσιο, όμορφα κενά και υπέροχες ψευδαισθήσεις.