“The world and everything in it…”
Κλείνοντας κανείς τις Ευμενίδες του Jonathan Littell δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί, όπως και πριν τις ανοίξει, γιατί να σπεύσει ικέτης στις σελίδες τους. Η χαλαρότητα με την οποία ο Littell σεργιανίζει τον ναζί πρωταγωνιστή του στα πεδία του μύθου της Ορέστειας είναι αναντίστοιχη των δυνατών εικόνων της πλήρους απανθρωποποίησης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που καταφέρνει να αποδώσει. Τα αιμομικτικά όργια του δρα Ορέστη – Μαξιμίλιαν με την frau Ηλέκτρα – Ούνα μοιάζουν μάλλον προσχηματικά, επίφαση διακειμενικότητας και overdose αυτοαναφοράς, σε σύγκριση με τις περιγραφές των εκτελέσεων στην Ουκρανία ή των θεαματικά μικρόνοων ηγετών των ναζί, οι οποίοι, ως δόκτορες της κατά Umberto Eco τετρατριχεκτομίας και οραματιστές της μητραδελφοχαιρετιστήριας μηχανικής, προβάλλουν ως άλλοι Μπουβάρ και Πεκυσέ – βλάκες με πατέντα, με άλλα λόγια. Αν και δεν πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, η αίσθηση είναι ότι η ιστορία γράφει το βιβλίο από μόνη της, εφόσον ο συγγραφέας τη χαϊδεύει, της φέρεται καλά και μπαίνει στον κόπο να επινοήσει και κανά-δυο χαρακτήρες της προκοπής – από τις σφαγές του Κιέβου ως τη Götterdämmerung του ερειπωμένου Βερολίνου διά του απαραίτητου Στάλινγκραντ, ο Littell λειτουργεί μάλλον ως copy editor μιας πλειάδας σύγχρονων ιστορικών.
Στις αρχές του 21ου αιώνα το μυθιστόρημα ως είδος επιστρέφει στις ρίζες του. Η συνήθης τάση των συγγραφέων της «λαϊκής» λογοτεχνίας (horror/SF/Fantasy) να γράφουν τόμους στο μέγεθος κομοδίνων για τους ίδιους βιοποριστικούς λόγους που ο Αλέξανδρος Δουμάς έβαζε τον Γκριμώ, υπηρέτη του Άθου, να ξεστομίζει μια λέξη τη σειρά, επεκτάθηκε σταδιακά, του Word βοηθούντος, και στους υπόλοιπους. Οι οποίοι ανακάλυψαν τη χαρά του να δημιουργούν σύμπαντα ολάκερα. Η γραμμικότητα της αφήγησης, η σημασία της πλοκής, ο πολλαπλασιασμός των χαρακτήρων τείνουν στη μεγιστοποίηση του αριθμού των σελίδων και στον εγκλεισμό εντός τους ενός ολόκληρου κόσμου. Tom Jones, War and Peace, Moby Dick, το ιδανικό πολλών από όσους γράφουν σήμερα είναι να ξεπεράσουν τους κλασικούς παίζοντας στην έδρα τους. Οι Ευμενίδες είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα των τελευταίων ετών, αν και η βιβλιογραφία βρίθει παραδειγμάτων, από τις Amazing Adventures of Kavalier and Clay του Michael Chabon ως το The Crimson Petal and the White του Michel Faber. Ως και το πρόσφατο Against the Day του πατριάρχη του μεταμοντερνισμού Thomas Pynchon δεν θυμίζει και πολύ το Gravity’s Rainbow.
Το ερώτημα βέβαια παραμένει αν οι επίγονοι έχουν τα φόντα να φανούν αντάξιοι του εγχειρήματος. Αν οι Ευμενίδες δεν είχαν γραφεί από έναν Καναδό στα γαλλικά και δεν είχαν κερδίσει το Goncourt προς φρίκη της ελαφρώς ξιπασμένης γαλλικής διανόησης κι αν ο Λιβάνης δεν είχε κερδίσει τον πλειστηριασμό, θρυλείται, με 50.000 ευρώ, για τα δικαιώματα του μυθιστορήματος, θα ενδιαφέρονταν περισσότεροι για έναν κολοσσό 960 σελίδων με μικροσκοπική γραμματοσειρά και αχνή εκτύπωση; Ο δρ Αουε δεν έχει πολλά να μας πει για το Γ΄ Ράιχ που δεν τα ξέρουμε από αλλού, που δεν τα έχουμε δει στις απανταχού λίστες – του Σίντλερ και άλλων. Το ηθικό ερώτημα της ιστορίας (πώς ένας συνηθισμένος άνθρωπος μεταβάλλεται σε εγκληματία πολέμου) υπονομεύεται από την αλληγορία – εξ αρχής ο Μαξιμίλιαν δεν είναι συνηθισμένος άνθρωπος. Οι λάτρεις των λεπτομερειών (της διοικητικής συγκρότησης της ναζιστικής μηχανής, της μικροπολιτικής ισορροπίας στο εσωτερικό των SS, της ανεξάντλητης θηριωδίας ως καθημερινότητας) θα απορροφηθούν από τον πλούτο τους. Οι υπόλοιποι ενδέχεται και να διαολοστείλουν τον κάθε sturmbannführer και oberstürmführer που παρελαύνουν αμετάφραστοι στις στέπες του τόμου.
Η συνήθης τάση των συγγραφέων της «λαϊκής» λογοτεχνίας (horror/SF/Fantasy) να γράφουν τόμους στο μέγεθος κομοδίνων για τους ίδιους βιοποριστικούς λόγους που ο Αλέξανδρος Δουμάς έβαζε τον Γκριμώ, υπηρέτη του Άθου, να ξεστομίζει μια λέξη τη σειρά, επεκτάθηκε σταδιακά, του Word βοηθούντος, και στους υπόλοιπους
ReplyDeleteΧαρ, χαρ, χαρ.