Οι αμερικανοί συγγραφείς που έζησαν στα παιδικά τους χρόνια την κατά Gore Vidal golden age της δεκαετίας του ’40 βιώνουν τραυματικά την post-9/11 περίοδο: η καταστροφή του 20ού αιώνα, η οποία συνέβαινε διαρκώς σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου μοιάζει τώρα να τους αγγίζει στο ίδιο τους το σπίτι. Τα τρία τελευταία βιβλία του Philip Roth (1933), από το Human Stain και μετά, κυμαίνονται θεματικά μεταξύ του θανάτου κι ενός φανταστικού φλερτ της αμερικανικής κοινωνίας με το φασισμό. Ο Norman Mailer (1923) επισκέπτεται την παιδική ηλικία του κακού, προσωποποιημένου από τον Αδόλφο Χίτλερ. Ο Don DeLillo (1936) στο Falling Man επικαλείται μια από τις χαρακτηριστικότερες εικόνες εκείνης της ημέρας. O John Updike (1934) διερευνά στο Terrorist το μηχανισμό της δημιουργίας ενός τρομοκράτη. Κι ο Cormac McCarthy (1933), νέος κάτοχος του Pulitzer, περιγράφει στο The Road το μηδενικό τοπίο ενός μετακαστροφικού κόσμου.
Διαβάζοντας τα δύο τελευταία paperback (και αναμένοντας τον DeLillo το φθινόπωρο) έχω την αίσθηση ότι με την εξαίρεση του Roth, o οποίος μοιάζει να αντλεί περισσότερο από προσωπικά βιώματα, οι υπόλοιποι δυσκολεύονται να εσωτερικεύσουν την ευρύτερη εικόνα, με αποτέλεσμα brilliant parts of a flawed whole.
Πώς γίνεται κανείς τρομοκράτης; Κατά τον Updike, όπως και καθετί άλλο – με μικρές πράξεις. Με καθημερινές αποφάσεις που λαμβάνονται σταδιακά και στην πορεία συσσωρεύονται ως το point of no return. Με μια μικρή ένσταση για τις φροϋδικές εμμονές του, ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει ο Updike τους ήρωές του διακρίνεται για την προσοχή με την οποία σκιαγραφεί το πρόβλημα της σύγχρονης ταυτότητας. Περισσότερο από πρόσωπα, ο Ahmad, o Jack Levy, η μητέρα του Ahmad είναι κινούμενες ταυτότητες που ορίζουν τον εαυτό τους πρώτα και κύρια ως αφηρημένες έννοιες: είμαι μουσουλμάνος, είμαι Εβραίος, είμαι καλλιτέχνιδα. Το όνομα το καθενός, η ανθρώπινη ατομικότητά του, έρχεται δεύτερη. Κατά συνέπεια είναι κρίμα ο συγγραφέας να επιλέγει για λύση της πλοκής μια συμβολική αναμέτρηση τόσο προσχηματική που θυμίζει Hollywood. Από την άποψη αυτή, το παρόμοιο θεματολογικά Τρομοκρατικό χτύπημα του αλγερινού Γιασμίνα Χάντρα είναι πολύ πιο ισορροπημένο – αν και ο Updike μάλλον κερδίζει στο επίπεδο της πρόζας.
Στη σελίδα 54, όπου περιγράφεται μια πυρηνική καταστροφή not with a bang but with a whimper, έχει περάσει ήδη κανείς το απόγειο του έργου του McCarthy: “the clocks stopped at 1:17. A long shear of light and then a series of low concussions”. Η παράγραφος είναι εκπληκτικά ελλειπτική, είσαι σχεδόν στη μέση της επόμενης πριν συνδυάσεις τα στοιχεία (ρολόι/λάμψη/διακόπτης = ηλεκτρομαγνητικός παλμός) και αντιληφθείς γιατί ο ήρωας σπεύδει να γεμίσει τη μπανιέρα με νερό. Ωστόσο, παρά το τοπίο της ομοιόμορφης στάχτης, παρά την εφιαλτική εικονογραφία των ανθρώπων που θα έπρεπε να διαβάσει η βαρόνη Thatcher για να δει πώς θα ήταν πραγματικά ο κόσμος της προφητείας της (“there is no such thing as society, there are only individuals”), παρά τη φρίκη που φροντίζει να αποκαλύπτει σε μικρές δόσεις, το βιβλίο δεν συγκινεί όσο θα περίμενε κανείς από τη φήμη που έχει ήδη αποκτήσει. Ίσως να είναι οι τυπικοί πολλές φορές διάλογοι. Ίσως ο προοδευτικός εθισμός στο τίποτα της καθημερινότητας των ηρώων. Ίσως και το ότι, παρά τους διθυράμβους των κριτικών, δεν αρκεί πάντα ένα μεγάλο θέμα από έναν μεγάλο συγγραφέα για να προκύψει ένα μεγάλο βιβλίο…
Διαβάζοντας τα δύο τελευταία paperback (και αναμένοντας τον DeLillo το φθινόπωρο) έχω την αίσθηση ότι με την εξαίρεση του Roth, o οποίος μοιάζει να αντλεί περισσότερο από προσωπικά βιώματα, οι υπόλοιποι δυσκολεύονται να εσωτερικεύσουν την ευρύτερη εικόνα, με αποτέλεσμα brilliant parts of a flawed whole.
Πώς γίνεται κανείς τρομοκράτης; Κατά τον Updike, όπως και καθετί άλλο – με μικρές πράξεις. Με καθημερινές αποφάσεις που λαμβάνονται σταδιακά και στην πορεία συσσωρεύονται ως το point of no return. Με μια μικρή ένσταση για τις φροϋδικές εμμονές του, ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει ο Updike τους ήρωές του διακρίνεται για την προσοχή με την οποία σκιαγραφεί το πρόβλημα της σύγχρονης ταυτότητας. Περισσότερο από πρόσωπα, ο Ahmad, o Jack Levy, η μητέρα του Ahmad είναι κινούμενες ταυτότητες που ορίζουν τον εαυτό τους πρώτα και κύρια ως αφηρημένες έννοιες: είμαι μουσουλμάνος, είμαι Εβραίος, είμαι καλλιτέχνιδα. Το όνομα το καθενός, η ανθρώπινη ατομικότητά του, έρχεται δεύτερη. Κατά συνέπεια είναι κρίμα ο συγγραφέας να επιλέγει για λύση της πλοκής μια συμβολική αναμέτρηση τόσο προσχηματική που θυμίζει Hollywood. Από την άποψη αυτή, το παρόμοιο θεματολογικά Τρομοκρατικό χτύπημα του αλγερινού Γιασμίνα Χάντρα είναι πολύ πιο ισορροπημένο – αν και ο Updike μάλλον κερδίζει στο επίπεδο της πρόζας.
Στη σελίδα 54, όπου περιγράφεται μια πυρηνική καταστροφή not with a bang but with a whimper, έχει περάσει ήδη κανείς το απόγειο του έργου του McCarthy: “the clocks stopped at 1:17. A long shear of light and then a series of low concussions”. Η παράγραφος είναι εκπληκτικά ελλειπτική, είσαι σχεδόν στη μέση της επόμενης πριν συνδυάσεις τα στοιχεία (ρολόι/λάμψη/διακόπτης = ηλεκτρομαγνητικός παλμός) και αντιληφθείς γιατί ο ήρωας σπεύδει να γεμίσει τη μπανιέρα με νερό. Ωστόσο, παρά το τοπίο της ομοιόμορφης στάχτης, παρά την εφιαλτική εικονογραφία των ανθρώπων που θα έπρεπε να διαβάσει η βαρόνη Thatcher για να δει πώς θα ήταν πραγματικά ο κόσμος της προφητείας της (“there is no such thing as society, there are only individuals”), παρά τη φρίκη που φροντίζει να αποκαλύπτει σε μικρές δόσεις, το βιβλίο δεν συγκινεί όσο θα περίμενε κανείς από τη φήμη που έχει ήδη αποκτήσει. Ίσως να είναι οι τυπικοί πολλές φορές διάλογοι. Ίσως ο προοδευτικός εθισμός στο τίποτα της καθημερινότητας των ηρώων. Ίσως και το ότι, παρά τους διθυράμβους των κριτικών, δεν αρκεί πάντα ένα μεγάλο θέμα από έναν μεγάλο συγγραφέα για να προκύψει ένα μεγάλο βιβλίο…
Αγαπητέ Sraosha,
ReplyDeleteΣε διαβάζω εδώ και λίγους μήνες με γλυκύπικρο αίσθημα χαρμολύπης. Χαρμονής, γιατί τα κείμενά σου (precious few) είναι όαση στο ως επί το πλείστον σκουπιδαριό της ευλογόσφαιρας. Λύπης, γιατί πέρασα τρία χρόνια στη Νήσο των Αγίων (προ αμνημονεύτων, λέμε τώρα) χωρίς να ξέρω ότι υπάρχουν τύποι σαν την αφεντιά σου -- έτσι για να σπάει λίγο η ξεραΐλα.
Το τελευταίο post σου για το 9/11 στην αμερικανική πεζογραφία είναι εξαιρετικό: επιμένει στο ουσιώδες, είναι εύστοχο και λακωνικό, και εν πάση περιπτώσει δείχνει άνθρωπο που νογάει πέντε πράματα. Keep up the good work.
Ανώνυμος (με το συμπάθειο)
@rakasha: αλήθεια, γιατί ο ήρωας σπεύδει να γεμίσει τη μπανιέρα με νερό;
ReplyDeleteΜάλιστα. Μώρε μώρε. Πώς διυλίσθη το γεγονός της 9/11 στους φωστήρες της χώρας των θυμάτων. Κριτική. Πρέπει να γίνει μια επιστημονική ανάλυσις ή (τ' αυτό) μια σοβαρή φιλολογική κριτική εντός του πλέον προωθημένου(avancé) ερμηνευτικού παραδείγματος, για το πώς εγκολπώθηκε το τραύμα στον περιούσιο λαό. Γιατί δεν επιστρατεύετε ένα απλώς μπλαζέ ύφος, φοβάστε μη σας κατηγορήσουν; Σας φαίνεται ενδιαφέρον φαντάζομαι. Σε άλλους όχι. Μπορεί να σας φαίνεται περίπτωσις μοναδική αλλά δεν είναι.
ReplyDelete@sraosha: Αντιλαμβάνεται ότι στον μεταπυρηνικό κόσμο το νερό θα λείψει πολύ γρήγορα.
ReplyDelete@παλιόμυγα: Έχω αφήσει το μπλαζέ ύφος μου στη ντουλάπα με τα μάλλινα, δίπλα νομίζω στην περικαλλή ειρωνία σας. Ευχαριστώ για την όψιμη επιφοίτηση ότι δεν πρόκειται για μοναδική περίπτωση, δεν θα μου περνούσε ποτέ από το μυαλό. Είστε ένα κλικ μακριά από κάτι που προφανώς σας ενδιαφέρει πολύ περισσότερο, ας μην σας κρατάμε.
Αγαπητέ Rakasha,
ReplyDeleteΣου προτείνω στο επόμενο ποστ να διερευνήσεις, με την εμβρίθεια που σε διακρίνει, πώς διυλίσθη το γεγονός της εθνικής ημών παλιγγενεσίας στη λογοτεχνία του εκ γενετής περιούσιου ΕΛ λαού -- και κατά προτίμηση στα συντριπτικής ανωτερότητος δημιουργήματα της Μ. Λαμπαδαρίδου-Πόθου. Όχι τίποτ' άλλο, να χαρεί κι η Παλιόμυγα δηλαδή.
Με εκτίμηση (παρά τον ενικό),
Ανώνυμος (με το συμπάθειο)