There is this story I read when I was about twelve, I think. Στο φροντιστήριο των αγγλικών μας, εμπνευσμένη επιλογή του πατέρα μου που αναζήτησε αγγλόφωνους αποκλειστικά καθηγητές σε πείσμα των μεγάλων κλασικών ελληνικών αλυσίδων («yes, yes, of course» και δεν συμμαζεύεται σε τηλεοπτικές διαφημίσεις), η παιδεία του grammar, vocabulary, reading comprehension συμπληρωνόταν από abridged βιβλιαράκια τα οποία μελετούσαμε και αναλύαμε στη διάρκεια της χρονιάς. Η επιλογή συνήθως εστιαζόταν σε ένα λογοτεχνικό (James Thurber το τρέχον, αν θυμάμαι καλά) κι ένα πιο adventure κείμενο για να κρατάει τα μπόσικα και να εμποδίζει αγοράκια και κοριτσάκια από το να παθουν στούφο. Τον οποίο ρόλο τη συγκεκριμένη στιγμή έπαιζε μια ad hoc συλλογή διηγημάτων του Ray Bradbury με τον τίτλο Zero Hour. Κάπου στις πίσω σελίδες της, αποσπασμένη από τα Martian Chronicles, κρυβόταν μια παράξενη ιστορία για ένα σπίτι και τους κατοίκους του. Εχοντας τις ανησυχίες του 12χρονου (μπάλα, κινούμενα σχέδια, διαστημόπλοια) το διάβασα ως ένα ευχάριστο αφήγημα για άψυχα αυτόματα με μερικές ανησυχητικές πινελιές (τι ήταν αυτές οι σκιές στους τοίχους) και λανθασμένη επιλογή κατοικίδιου (σκύλος αντί γάτας). Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια μαθητείας στην επιστημονική φαντασία και να αποφοιτήσω από τη σχολή του Philip K. Dick για να επιστρέψω στο There Will Come Soft Rains και να το διαβάσω ως ένα μικρό αριστούργημα για τα ρομποτικά υπολείμματα ενός μετακαταστροφικού κόσμου, πιστά στις ρουτίνες τους όπως τα μικρά ζώα του background του κειμένου στο ένστικτό τους· ως ένα κείμενο ανθρωπισμού για το θάνατο συσκευών· και ως ένα από τα τραγικότερα δοκίμια περί πυρηνικού πολέμου που γράφτηκαν ποτέ μέσα σε έξι μόνο τυπωμένες σελίδες.
14 years ago