Monday, July 15, 2013

Στιγμιότυπα τριετίας (IΙI)

12/7/2013
Γράφει ο Roderick Beaton σε ένα χωρίο της (εξαιρετικής) βιογραφίας του Γιώργου Σεφέρη: [η Άρνηση] «σήμερα θεωρείται πια κάτι σαν ανεπίσημος εθνικός ύμνος των Ελλήνων σε όλο τον κόσμο». Τύφλα να ‘χει ο Χατζηγιάννης, δηλαδή.

Στιγμιότυπα τριετίας (II)

27/6/2012
Η παραγωγή στελεχών της πολιτικής σκηνής, ανεξάρτητα από το χώρο ταύτισής τους, έχει περάσει από τις ίδιες (προβληματικές, σύμφωνα με αγαστή ομοφωνία απόψεων) δομές: κομματική οργάνωση, τοπική αυτοδιοίκηση, φοιτητικό κίνημα και / ή ακαδημαϊκό περιβάλλον, συνδικαλιστικό φορέα. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα προϊόντα της πολιτικής σχολής της Μεταπολίτευσης προέρχονται από το ίδιο καλούπι. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι ιδεολογικές διαφορές επικάθονται ως επίστρωση. Σε πολλές άλλες λειτουργούν θεμελιωδώς όχι ως άξονας στέρεης προγραμματικής συγκρότησης αλλά ως τροχοπέδη σκέψης που εμποδίζει τον δημιουργικό πειραματισμό με πραγματιστικές λύσεις: ο συνδυασμός μιας ηγετικής ομάδας παραγωγής ιδεών και της πρακτικής εφαρμογής τους με τη μέθοδο δοκιμής και πλάνης του Braintrust του Roosevelt από το οποίο προέκυψε το New Deal δεν θα ήταν επουδενί δυνατός στα καθ’ ημάς. Η ελληνική πολιτική βέβαια ενσωματώνει θαυμαστά τους πάντες – αριστεύει στο να συγκολλά σε παρατάξεις πρόσωπα, φορείς, συνιστώσες, χωρίς να δίνει τα περιθώρια γενεσιουργών ρήξεων. Κατά συνέπεια, δεν αναπτύσσει και δεν διαθέτει αυτή τη στιγμή outsiders προς ανανέωση (η «αντισυστημικότητα» του ΣΥΡΙΖΑ, προσόν της τρέχουσας εναλλακτικής λύσης, αποτελεί σύμφωνα προς τα παραπάνω το ένδυμα που ο κινηματισμός επέτρεψε στον ΣΥΝ να προβάλει ως ριζοσπαστικό μετασχηματισμό).

Wednesday, July 3, 2013

Στιγμιότυπα τριετίας (I)


Ιούλιος 2013
Μεσήλιξ κυρία. Επιτακτική αναζήτηση Λένας Μαντά («είναι το τελευταίο της;»). Εύρεση («το άκουσα σε μια συνέντευξή της»). Αιτιολόγηση αγοράς στην υπάλληλο του βιβλιπωλείου: «με χαλαρώνει, με ταξιδεύει». (Αποδοχή αιτιολόγησης: «έτσι πρέπει».) Συμπλήρωση: «με ξεχνάει».

Άμποτε να σας θυμάται κιόλας - σαν εκείνον τον Φούνες.  

Tuesday, February 26, 2013

Italics

«Η πικρή επίγευση μιας σχεδόν συμβολικής νίκης της αριστεράς» μένει στον συντάκτη της Repubblica από το πανηγύρι στο οποίο εξελίχθηκαν οι ιταλικές εκλογές της 24-25 Φεβρουαρίου. Αυτή, και μια υποψία υπόνοιας, μάλλον συνηθισμένη στην απανταχού κεντροαριστερά, ότι το εκλογικό σώμα ενέδωσε για μια ακόμα φορά στα λάθος κελεύσματα – στις «πολιτικές δυνάμεις που πόνταραν στην κοινωνική οργή που απελευθερώθηκε πάνω από την Ευρώπη, στους φόρους, στο αίτημα για θεσμική ρήξη κατά της πολιτικής τάξης ή της νέας τεχνοκρατικής ελίτ». Ως πρώτη ανάγνωση του αποτελέσματος δεν είναι ακριβώς λαθασμένη, ως ερμηνεία του όμως έχει περιορισμένη αξία. Είναι η θεωρία του γόη φιδιών: εκείνος παίζει το φλάουτο, ο Διαμαντής χορεύει στο σκοπό του. Στο ρόλο του γητευτή πρώτα ο Μπερλουσκόνι, τώρα ο Γκρίλο. Η αριστερά καταγάγει ξεψυχισμένες νίκες επειδή δεν χαϊδεύει αυτιά. Η «ήρεμη δύναμη» υφίσταται τις συνέπειες του να μην κραυγάζει. Ο λαός κάνει συστηματικά λάθος.

Μια κοινωνία όμως δεν μπορεί να επιδεικνύει χαρακτηριστικά ομαδικού συμπεριφορισμού. Αν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ή ο Μπέπε Γκρίλο αποκαθιστούν μια απευθείας σύνδεση με ένα καίριο ποσοστό των εκλογέων, αυτό δεν συμβαίνει επειδή το εκπαιδεύουν σαν σκυλί του Παβλόφ να του τρέχουν συλλογικά σάλια στο πάτημα εννοιών – κουμπιών. Υπάρχουν οπωσδήποτε στο λόγο τους πυροτεχνήματα προορισμένα να ενεργοποιήσουν αντανακλαστικά, ηθικού κατά βάση χαρακτήρα: οι «κομμουνιστές» του Σίλβιο απευθύνονται σε όσους κυριαρχούνται ακόμη από τα σύνδρομα της παλαιοδεξιάς (ο ψυχροπολεμικός αντικομμουνισμός ως το φάντασμα της ανελευθερίας), οι «κλέφτες» του Μπέπε σε εκείνους που θέλγονται από συλλήβδην καταδίκες των ελίτ (το μεσσιανικό όραμα της εκπύρωσης των αδίκων και της συνακόλουθης βασιλείας των δικαίων στον επίγειο παράδεισο). Προσεγγίζουν όμως επίσης με ευθύ τρόπο προβλήματα που τεχνοκράτες όπως ο Μάριο Μόντι αντιμετωπίζουν δια της τεθλασμένης: η λιτότητα δεν ισοδυναμεί με μεταρρύθμιση, η πανάκεια της Άνγκελα Μέρκελ δεν πείθει ως πασπαρτού αντιμετώπισης κρίσεων, το πολιτικό σύστημα δεν δείχνει σημάδια απεξάρτησης από μια χρόνια αναποτελεσματικότητα. Οι δαιδαλώδεις απαντήσεις των κεντρο-αριστερών αντηχούν ως υπεκφυγές. Η αμεσότητα του μηνύματος των Γκριλουσκόνι εκλαμβάνεται ως απάντηση.  

Το ιταλικό πολιτικό σύστημα βέβαια έχει υποστεί ήδη μια κατακλυσμική αλλαγή. Από την περίοδο της πτώσης της πρώτης μεταπολεμικής δημοκρατίας ελέω Αντόνιο ντι Πιέτρο και της αποκάλυψης ενός δικτύου θεσμοποιημένης πολιτικής διαφθοράς που κάλυπτε το σύνολο σχεδόν των πυλώνων της κομματικής διάταξης δεν διακρίνονται ούτε καν τα ερείπια του προηγούμενου σκηνικού. Η «Χριστιανική Δημοκρατία» μπορεί να επιζεί κάπου ως όνομα, χωρίς αυτό να είναι βέβαιο, ορισμένοι διεκδικούν την κληρονομιά των σοσιαλιστών, αν και όχι του Μπετίνο Κράξι, το σημερινό «Δημοκρατικό Κόμμα» έχει αποβάλει προσεκτικά κάθε αριστερά από τον τίτλο του, για διαφορετικούς λόγους, στο πλαίσιο της ηθελημένης αποστασιοποίησης από το τότε ισχυρότερο και προοδευτικότερο κομμουνιστικό κόμμα της Ευρώπης. Έκτοτε, η πλημμυρίδα και η άμπωτη των δημοσκοπικών κυμάτων έχουν αναδείξει ουκ ολίγους επίδοξους σωτήρες μετά των σχηματισμών τους – για να τους ξεβράσουν στην ακτή αργότερα. Ο Ουμπέρτο Μπόσι κράδαινε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 τη Λέγκα του Βορρά ως το σφυρί με το οποίο θα διασπούσε την Ιταλία στα εξ ων συνετέθη. Απέβη ο πιστότερος σύμμαχος του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ο Τζιανφράνκο Φίνι υπήρξε μια φορά και έναν καιρό το πρόσωπο του δέους ενός προελαύνοντος μεταφασιστικού κινήματος. Διαχύθηκε στη σούπα της δεξιάς των ’00s. Ο Ρομάνο Πρόντι ήταν ο πρώτος professore που ήρθε να σώσει την αριστερά από τον εαυτό της. Φθάρθηκε στις μυλόπετρες της διακυβέρνησης 1996-2001. Το πολυδιάστατο (και η πολυδιάσπαση) της ιταλικής πολιτικής την τελευταία εικοσαετία προσαρμόζει, λειαίνει, ενσωματώνει άτομα και παρατάξεις με την ίδια ευχέρεια που η πρότερη ενσάρκωσή της παρήγαγε συμμαχίες για να αποκλείσει την αριστερά από την άσκηση της εξουσίας. Από την άποψη, αυτή η ανάδειξη του Μπέπε Γκρίλο σε frontman του πρώτου σε ψήφους κόμματος της ιταλικής Βουλής δεν λέει πολλά. Για να το κάνει, θα πρέπει να παγιωθεί – τόσο ο frontman ως σταθερή πολιτική φιγούρα όσο και το κίνημα ως διακριτή πολιτική παρουσία.

Είναι κάτι τέτοιο εφικτό; Να ένα αίνιγμα προς λύση για το ιταλικό πολιτικό σύστημα (και όχι μόνο, ίσως). Σύμφωνα με τον John Hooper του Guardian Μπερλουσκόνι και Γκρίλο διάγουν βίους παράλληλους ως προς το ότι κατανόησαν (και χρησιμοποίησαν) άριστα το καινοτόμο μέσο της εποχής τους: την τηλεόραση ο πρώτος, το διαδίκτυο ο δεύτερος. Η διαπίστωση ακούγεται ορθή – μια πρώιμη ανατομία των Grillini από το βρετανικό think tank Demos υποδηλώνει ότι η δυνητική δεξαμενή ψηφοφόρων του πρώην κωμικού περιέχει κατά κανόνα άνδρες, ώριμης ηλικίας, αυτοτοποθετούμενους στα αριστερά, με πολύ υψηλότερο ποσοστό ανεργίας από τον μέσο όρο, οι οποίοι απορρίπτουν σε συντριπτικό βαθμό κυβέρνηση, κατεστημένα πολιτικά κόμματα, κοινοβούλιο, τράπεζες και οικονομικούς θσμούς, μέσα ενημέρωσης αλλά εμπιστεύονται σε ποσοστό 76% το internet. Αποτελεί όμως η παραπάνω αναλογία «το μέσον είναι το μήνυμα» εγγύηση αντίστοιχης επιτυχίας; Κατά μία έννοια, η τηλεόραση αποτελεί έναν «μεγάλο εξισωτή»: μπορεί να λειτουργήσει ως ομογενοποιητικό στοιχείο τάσεων, συμπεριφορών, ιδεολογιών. Η ισχύς του διαδικτύου είναι ακριβώς η αντίστροφη – η συμπαράθεση της διαφοράς: τα κινήματα που έχει γεννήσει ή υποβοηθήσει μέχρι στιγμής, από την «Αραβική Άνοιξη» ως τους αγανακτισμένους, αποτελούν συμμαχίες που συναρθρώνονται στον ηλεκτρονικό χώρο υπό κοινή σημαία, συναντώνται στον κανονικό, αλλά δεν συγκολλώνται (ως τώρα τουλάχιστον) σε μόνιμες συμπορευόμενες δυνάμεις. Ο δρόμος, ως μορφή διαμαρτυρίας, είναι κατεξοχήν φιλικός προς τα κινήματα. Το κοινοβούλιο, όμως, ως δίοδος μετάπλασης της διαμαρτυρίας σε ανανεωτική πράξη είθισται να απαιτεί συντεταγμένα κόμματα. Ασκέρια, είναι η αλήθεια, εισέρχονται κατά καιρούς σε βουλές, σπάνια όμως το επαναλαμβάνουν. Είτε εξατμίζονται είτε μεταλλάσσονται (οπότε, όρα προηγούμενη παράγραφο) – είτε βέβαια, σε μοναδικές περιπτώσεις, γίνονται τα ίδια καταλύτης συνολικής αλλαγής. Αλλά τότε μιλάμε για πολιτικές επαναστάσεις.   

Κάποιοι ήδη σπεύδουν να κατατάξουν μπερλουσκονική δεξιά και γκριλική συναστρία σε κοινό αντιευρωπαϊκό σχήμα. Γοητευτικό ως υπόθεση, δύσκολα επαληθεύσιμο ως συμπέρασμα. Αφενός γιατί στα known knowns ο Μπερλουσκόνι δεν αποτελεί φιλοευρωπαίο ή ευρωσκεπτικιστή εκ πεποιθήσεως αλλά εκ συγκυρίας, ανάλογα με το τι εξυπηρετεί τον Καβαλιέρε της στιγμής. Αφετέρου γιατί στα unkown unknowns o Γκρίλο είναι performer, όχι πολιτικός, και οι ψηφοφόροι του νεφέλωμα. Έως ότου ξεκαθαριστεί έμπρακτα η στάση τους στη βουλή ευκολότερα μπορεί να τους χρεώσει κανείς στην ευρύχωρη πανευρωπαϊκά χορεία των επιρρεπών στο λαϊκισμό παρά αβασάνιστα σε εκείνη των ταγμένων στον αντιευρωπαϊσμό. Ο κατακερματισμός της χθεσινής ψήφου άλλωστε περισσότερο υποδεικνύει απορία απέναντι στα τεκταινόμενα παρά πλειοψηφικά ρεύματα ιδεών. Από την άποψη αυτή το πρόβλημα της Ιταλίας είναι ότι ενίοτε μοιάζει με τον καλύτερο διάδοχο της Αυστροουγγαρίας, όπως την περιέγραφε ο βιτριολικός βιεννέζος δημοσιογράφος Karl Krauss: μια χώρα όπου «η κατάσταση είναι μονίμως απελπιστική, όχι όμως σοβαρή».  

Monday, May 7, 2012

Bangs & Whimpers


Ρίξτε μια προσεκτική ματιά σε αυτά τα ποσοστά. Συγκρατήστε τα στο μυαλό σας. Πλην της καταψήφισης του δικομματισμού και της τιμωρίας του ή μη, της νίκης της αριστεράς και της (προσωρινής ή μόνιμης) αναδιάταξης της κεντροαριστεράς, της επιβράβευσης του ανόθευτου εθνικισμού και της πανηγυρικής υπερψήφισης του φασισμού, υφίσταται το αναντίρρητο γεγονός ότι εδώ έχουμε ίσως για πρώτη φορά την αποτύπωση μιας ακριβούς ακτινογραφίας των building blocks της ελληνικής κοινωνίας. Τώρα που τα κόμματα εξουσίας διαλύονται στα εξ ων συνετέθησαν απελευθερώνοντας τις εσωτερικές τους δυνάμεις, ανακαλύπτουμε ότι στα θεμέλιά τους βρίσκονται διάφορες ομάδες του 10-20% σε μερική ή πλήρη απροθυμία συνεννόησης για το ίδιο το πλαίσιο της πραγματικότητας. Χωρίς να παραγνωρίζει κανείς τη σημασία καθοριστικών αντικειμενικών παραγόντων (πρόκειται ουσιαστικά για τις πρώτες εκλογές σε περιβάλλον έντονης κοινωνικής κρίσης εδώ και πάνω από μισό αιώνα), δεν μπορεί να μην σκεφτεί ότι, αν ένας λόγος για τον οποίο εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες τα διαφαινόμενα προβλήματα παρέμεναν άλυτα ήταν οι αδράνειες των κατεστημένων κομμάτων και η νομή της εξουσίας, ένας άλλος ήταν ίσως ότι αυτά  τα πολλαπλά στρώματα που συνωστίζονταν εντός τους αδυνατούσαν τότε όπως και τώρα να συμφωνήσουν στην κατεύθυνση των αλλαγών. Άλλωστε, στην ελληνική πολιτική κουλτούρα ο συμβιβασμός απορρίπτεται δημοσίως μετά βδελυγμίας – και αν η πολιτική είναι η τέχνη του συμβιβασμού το συμπέρασμα για την καθ’ημάς εκδοχή της είναι προφανές και ενδιαφέρον.

Κατά μία έννοια το νέο σκηνικό δεν πρόκειται να προκύψει άμεσα. Σε προηγούμενες μεταβάσεις κομματικών συστημάτων (1950, 1974) χρειάστηκαν περισσότερες της μιας αναμετρήσεις για να αποσαφηνιστούν οι τάσεις από τα συγκυριακά φαινόμενα. Δεν προβλέπεται επίσης να υπάρξει clean break σε σχέση με το παρελθόν. Αντίθετα με τη Μεταπολίτευση, η οποία υπήρξε σε μεγάλο βαθμό και γενεαλογική διαδοχή από τη γηραιά προδικτατορική πολιτική σκηνή σε μια νεότερη τάξη προσώπων, η σημερινή τομή, προς το παρόν τουλάχιστον, δείχνει περισσότερες ομοιότητες με τη δεκαετία του ’50, όπου στο χώρο του Κέντρου και της Δεξιάς συνωστίζονταν εξασθενημένα προπολεμικά κόμματα, εφήμεροι νέοι σχηματισμοί, θνησιγενή προσωποκεντρικά σχήματα και πολλαπλά οχήματα ιδεών σε αναζήτηση ακροατηρίου. Η κινούμενη άμμος του συγκεκριμένου συστήματος ποτέ ουσιαστικά δεν παγιώθηκε σε κάτι διαρκέστερο: η κυβερνητική δεξιά άλλαξε τρεις φορές φορέα έκφρασης (Λαϊκό Κόμμα, Ελληνικός Συναγερμός, ΕΡΕ), οι κεντρώες δυνάμεις παρουσίασαν αναρίθμητους μεταξύ τους συνδυασμούς και οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες διαμορφώνονταν με εξωκοινοβουλευτικές παρεμβάσεις σε μια αυταρχική δημοκρατία. Δεν στερείται σημασίας το γεγονός ότι μετριοπαθείς εν γένει (αν και σφόδρα αντικομμουνιστές, χωρίς αμφιβολία) πολιτικοί όπως οι Παναγιώτης Κανελλόπουλος και Γεώργιος Παπανδρέου βρέθηκαν σε τουλάχιστον μία από τις εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου 1950-1967 να εκλέγονται με τη σημαία της αντίθετης παράταξης από εκείνη την οποία υπηρέτησαν στην υπόλοιπη θητεία τους. Αντί της εύκολης λύσης του καιροσκοπισμού, η αιτιολόγηση του συγκεκριμένου στοιχείου μάλλον πρέπει να θεωρηθεί ότι υποδεικνύει, εκτός των άλλων παραγόντων, και τη ρευστότητα της πολιτικής χωροθέτησης του όλου πλαισίου – η οποία αποδεικνυόταν με μαζικές μετατοπίσεις ψηφοφόρων από εκλογή σε εκλογή. Η σύγκριση βέβαια της σημερινής πραγματικότητας με την κατεξοχήν εποχή πολιτικής αστάθειας της σύγχρονης ιστορίας είναι περισσότερο αποτέλεσμα αίσθησης παρά τεκμηρίωσης. Κι αυτό γιατί για πρώτη φορά την τελευταία τεσσαρακονταετία βρισκόμαστε πλήρως υπό το κράτος της συγκυρίας. Διόλου τυχαία ο Fernand Braudel συνήθιζε να ονομάζει τη βραχεία διάρκεια «σκόνη της ιστορίας».   

Friday, March 30, 2012

The Rise and Fall of Max Hea(r)droom


Από τη μέρα που έσυρε το χορό της mea culpaσης ο Πέτρος Κωστόπουλος οι απολογισμοί, οι απολογίες, οι αποδόσεις ευθυνών για τη δύση της περιοδικής αυτοκρατορίας είναι τόσο της μόδας ώστε θα ήταν καλή ιδέα πιστεύω ένα θεματικό τεύχος με παρόμοιο περιεχόμενο – είτε αποχαιρετιστήριο της παλιάς είτε εναρκτήριο νέας δραστηριότητας σε μια ενδεχόμενη Δευτέρα Παρουσία του. Μια έστω και επιλεκτική ανατύπωση όσων έχουν ήδη γραφεί θα πρόσφερε διάφορα ψήγματα πληροφοριών ικανών να συγκροτήσουν mirabilia ισάξια των μεσαιωνικών.
Το κομβικό σημείο στο μακροσκελές άρθρο του Άρη Τερζόπουλου, ας πούμε, δεν είναι οι αναμνήσεις από τη συνεργασία του με τον Κωστόπουλο ή η ερμηνεία του για τα αίτια της ύφεσης στο χώρο του τύπου, είναι η παραδοχή του τρόπου με τον προέκυψε το ΚΛΙΚ και των μεθόδων λήψεις αποφάσεων ενός σημαντικού εκδότη: «Κάπως έτσι έπαιρνα τις αποφάσεις μου στα περιοδικά. Ούτε μπίζνες πλαν, ούτε μελέτες αγοράς, ούτε τίποτα. Το μόνο που μου έλεγε κάτι ήταν πάντα οι ιδέες». Χωρίς τα ελάχιστα δυνατά προαπαιτούμενα της επιχειρηματικής δραστηριότητας, χωρίς βασικά εταιρικά εργαλεία, χωρίς γνώση της αγοράς, χωρίς εκτίμηση της πιθανής απήχησης, χωρίς μελλοντική προοπτική, χωρίς σχέδιο, χωρίς επεξεργασία, με βάση μόνο το προσωπικό αισθητήριο ή το καπρίτσιο, είναι αμφίβολο αν στην πορεία του χρόνου και οι καλύτερες ιδέες μπορούν να καρποφορήσουν ως οτιδήποτε άλλο παρά εκλάμψεις της στιγμής (βλ. «φούμαρα»).
Αν υποθέσουμε ότι αντικατοπτρίζει την αλήθεια, και όχι εκ των υστέρων απόπειρα περαιτέρω μυθοποίησης της ήδη θρυλικής περίστασης της γέννησης του εν Ελλάδι lifestyle, το συγκεκριμένο χωρίο του Άρη Τερζόπουλου συνιστά απλώς ομολογία ερασιτεχνισμού. Και μπορεί για κάποιους μια τέτοια νοοτροπία να θεωρείται αποκορύφωμα αυθορμητισμού, παράσημο μιας ηρωϊκής εποχής της δημοσιογραφίας (αν και οι προαναφερθέντες όροι επαγγελματισμού εξακολουθούν να αποτελούν σε μεγάλο βαθμό και σήμερα terra incognita για τα περισσότερα συγκροτήματα του εν λόγω χώρου), υποδεικνύει όμως επίσης ότι η συγκρότηση του κατηραμένου πλέον lifestyle ως συνάντηση δημιουργών και κοινού ήταν περισσότερο συγκυριακή παρά νομοτελειακή εξέλιξη. Τεκμηριώνει, από την άλλη πλευρά, την υποψία ότι το εξώφυλλο του πρώτου ΚΛΙΚ δεν εξακολουθεί συμπτωματικά να αποκαλεί τον Max Headroom «Max Heardroom» μετά 25 έτη: αν σε «πέντε λεπτά» αποφασίζεις αντί περιοδικού πολύ μικρού σχήματος να βγάλεις κάτι «σαν το Acuel με ωραίες μεγάλες φωτογραφίες και άλλα θέματα», αν «στα περιοδικά» η απουσία συγκροτημένου σχεδιασμού παρουσιάζεται ως θεμιτή μεθοδολογία, αν ο πυρήνας της σύλληψής τους είναι αποκλειστικά αφηρημένες «ιδέες», τότε η ανακρίβεια ξεφεύγει από τα όρια της αβλεψίας, γίνεται δομικό στοιχείο της ύπαρξής τους. Και ως εκ τούτου μάλλον δεν έχει νόημα τελικά να μιλάμε για (τυχαίες) «ανόδους» και (αναπόδραστες) «πτώσεις».

Friday, March 2, 2012

A Sense of an Ending

Είναι κάποιοι άνθρωποι που τους παρακολουθείς από τις λέξεις τους. Έχεις χάσει στην πορεία της ζωής την επαφή και δεν πιστεύεις στον ιδρυτικό μύθο του Facebook ότι υπάρχει δεύτερη ευκαιρία διαδικτυακής ανάσυρσης μιας προηγούμενης ανθρώπινης γνωριμίας. Δεν παύεις όμως να παρατηρείς κατά καιρούς τα έντυπα ίχνη τους, προνόμιο όσων βρήκαν κατά κάποιο τρόπο τον δρόμο προς την κοινή παρελθοντική επιστήμη. Οι απουσίες από το χαρτί δεν ξενίζουν – είναι ίδιον της συγγραφής να αναδιπλώνεσαι, να επεξεργάζεσαι, να συνθέτεις και κατόπιν να επανέρχεσαι με τις υποθέσεις εργασίας, τα πορίσματα, τα συμπεράσματά σου. Υπάρχει μια κρίσιμη ηλικία όπου το publish or perish ίσως και να μην διατηρεί την ακατάλυτη ισχύ του, μια και πέφτεις στο ιδιότυπο δόκανο της επαγγελματικής και της οικογενειακής αποκατάστασης. Είναι παράξενο λοιπόν να σου αναγγέλουν σε ανύποπτο χρονικό διάστημα οι λέξεις άλλων ότι η συγκεκριμένη απουσία είναι οριστική, τελική, απόλυτη. Είναι παράξενο να διατρέχεις το χαρτί μιας ανύποπτης έκδοσης σε ανύποπτο χρόνο για να αντιληφθείς ό,τι μπορείς από την απόλυτη λιτότητα της πληροφορίας. Είναι παράξενο να μαθαίνεις ότι κάποιος δεν υπάρχει πια από μια αφιέρωση σε βιβλίο.