Friday, March 27, 2009

There Will Come Soft Rains

There is this story I read when I was about twelve, I think. Στο φροντιστήριο των αγγλικών μας, εμπνευσμένη επιλογή του πατέρα μου που αναζήτησε αγγλόφωνους αποκλειστικά καθηγητές σε πείσμα των μεγάλων κλασικών ελληνικών αλυσίδων («yes, yes, of course» και δεν συμμαζεύεται σε τηλεοπτικές διαφημίσεις), η παιδεία του grammar, vocabulary, reading comprehension συμπληρωνόταν από abridged βιβλιαράκια τα οποία μελετούσαμε και αναλύαμε στη διάρκεια της χρονιάς. Η επιλογή συνήθως εστιαζόταν σε ένα λογοτεχνικό (James Thurber το τρέχον, αν θυμάμαι καλά) κι ένα πιο adventure κείμενο για να κρατάει τα μπόσικα και να εμποδίζει αγοράκια και κοριτσάκια από το να παθουν στούφο. Τον οποίο ρόλο τη συγκεκριμένη στιγμή έπαιζε μια ad hoc συλλογή διηγημάτων του Ray Bradbury με τον τίτλο Zero Hour. Κάπου στις πίσω σελίδες της, αποσπασμένη από τα Martian Chronicles, κρυβόταν μια παράξενη ιστορία για ένα σπίτι και τους κατοίκους του. Εχοντας τις ανησυχίες του 12χρονου (μπάλα, κινούμενα σχέδια, διαστημόπλοια) το διάβασα ως ένα ευχάριστο αφήγημα για άψυχα αυτόματα με μερικές ανησυχητικές πινελιές (τι ήταν αυτές οι σκιές στους τοίχους) και λανθασμένη επιλογή κατοικίδιου (σκύλος αντί γάτας). Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια μαθητείας στην επιστημονική φαντασία και να αποφοιτήσω από τη σχολή του Philip K. Dick για να επιστρέψω στο There Will Come Soft Rains και να το διαβάσω ως ένα μικρό αριστούργημα για τα ρομποτικά υπολείμματα ενός μετακαταστροφικού κόσμου, πιστά στις ρουτίνες τους όπως τα μικρά ζώα του background του κειμένου στο ένστικτό τους· ως ένα κείμενο ανθρωπισμού για το θάνατο συσκευών· και ως ένα από τα τραγικότερα δοκίμια περί πυρηνικού πολέμου που γράφτηκαν ποτέ μέσα σε έξι μόνο τυπωμένες σελίδες.

Friday, March 20, 2009

Being Rorschach

Εκτός από δεξιό φασιστόμουτρο, ψυχοπαθής ολκής και μειοψηφία του ενός που ζει σε μια ανακατασκευασμένη πραγματικότητα, ο Rorschach του Alan Moore αποτελεί και μια από τις πιο άρτια περιγεγραμμένες προσωπικότητες που έχουν εμφανιστεί στο χώρο του comic. Εκκινώντας από τη συνήθως ανεπαρκή φροϋδική αφετηρία των σεξουαλικά σχετιζόμενων παιδικών τραυμάτων, ο Moore συνθέτει ένα χαρακτήρα που χάνει σταδιακά την επαφή του με την έννοια της humanity και δρα (όπως, ειρήσθω εν παρόδω, όλοι σχεδόν οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές του Watchmen) με βάση εξιδανικεύσεις του αφηρημένου χώρου των ιδεών πέραν της απτής πραγματικότητας. Ωστόσο, η ανατροπή του στερεοτυπικού alienated ήρωα Rorschach, το πρόσωπο του οποίου (όπως αποκαλεί την καλειδοσκοπική μάσκα του) τον καθιστά έναν ιδιότυπο everyman, είναι μια ανήλικη εμμονή. Ο τύπος που διαχωρίζει τους παραβάτες από την υπόλοιπη ανθρωπότητα με απόλυτες γραμμές και δεν διστάζει να σκοτώσει in order to prove a point, διακρίνεται από την παθολογική του προσκόλληση στην έννοια της αλήθειας. Σαν ένα παιδί που μαθαίνει να λέει την αλήθεια χάριν της αλήθειας και παγιδεύεται εντός της προσταγής αυτής, ο Rorschach ολοκληρώνεται ως χαρακτήρας όταν αρνείται να αντιληφθεί ότι ενίοτε το ψέμα, αθώο ή και μη, είναι εκείνο που δίνει σε άτομα και κοινωνίες τη δυνατότητα να υπερβούν το παρελθόν.

Wednesday, March 11, 2009

Inside the Darkness of Mere Being

Όταν τα 163 λεπτά του Watchmen περάσουν και εκλείψουν οριστικά οι συζητήσεις για γαλάζιους γίγαντες και τεράστια καλαμάρια, για παπούτσια και πλοία και βουλοκέρι, το μόνο πράγμα που δεν θα μείνει πίσω είναι η συντριπτική αίσθηση της ειρωνείας που διαπερνά τις τελευταίες σελίδες της κειμενικής εκδοχής. Γράφοντας το 1987 τις λέξεις για έναν stronger loving world to die in o Alan Moore κληροδότησε στην κουλτούρα του comic το όριό της. Η πολύπλοκη συμμετρία των αρετών του αναδεικνύεται για μένα σε μια σειρά εικόνων που ανοίγουν σε μια διασταύρωση της Νέας Υόρκης και καταλήγουν σε μια μορφή στο panel ενός περιοδικού: σε διάστημα μικρότερο των δύο σελίδων ο Moore διηγείται ένα περιστατικό (1ο επίπεδο αφήγησης) στο οποίο εμφανίζεται ένα αγόρι (2ο επίπεδο) που διαβάζει ένα comic (3ο επίπεδο) για έναν άνδρα (4ο επίπεδο) ο οποίος διηγείται την ιστορία του (5ο επίπεδο), με το πρώτο και το τελευταίο επίπεδο να αλληλοσχολιάζονται. Ωστόσο, η brilliancy ενός κειμένου δεν αποτιμάται στις κορυφώσεις αλλά στο μέσο όρο του, στις ευκολίες όπου μοιραία αυτό υποκύπτει.

Η Mars sequence στο Watchmen, παρά το εξωτικό τοπίο των αμμόλοφων του Άρη, πολύ απέχει από την πρωτοτυπία: δεν είναι παρά μια ιστορία αυτογνωσίας για ένα χωρισμένο ζευγάρι που ξεκινά να συζητάει για στιγμές που σημάδεψαν την κοινή τους ζωή και τελειώνει με δάκρυα. Μέσα σε 28 σελίδες όμως ο Moore περνά από την αναμενόμενη στερεοτυπική αναπαράσταση των φύλων στο εύθραυστο των ανθρώπινων σχέσεων σε μια φιλοσοφική ενατένιση για τη θέση του ανθρώπου στο σύμπαν. Όταν η αναγνώριση επέρχεται, ο Moore δεν επικαλείται έναν από μηχανής θεό, αν και του βρίσκεται πρόχειρος, αναθέτει τη λύση του δράματος στη γυναικεία τάση να πετιούνται πράγματα και καθαρίζει με ένα μελοδραματικό «Dry your eyes and let’s go home» - πασπαλισμένο με λίγη φυσική. Kάθε Laurie είναι ένα «θερμοδυναμικό θαύμα». Κι εγώ έχω 12 χρόνια να ευχαριστηθώ comic.

Monday, March 2, 2009

The Remains of the Day

Εγκυκλοπαιδιστής, μυθιστοριογράφος, λόγιος, διαφωτιστής, ο Denis Diderot είναι ένας από εκείνους τους υποτιθέμενους γίγαντες του πνεύματος για τους οποίους το σχολείο και η επιστήμη φροντίζουν να συγκροτήσουν μια απρόσιτη εικόνα μεγάλου μεγέθους, ενώ μια ενδελεχέστερη μελέτη των pixel τους αποκαλύπτει απλά ως all too human. Ωστόσο, ακόμη περισσότερο ανθρώπινοι παραμένουν εκείνοι που πέρασαν από την παρασκιά τους. Στο Encyclopédie του Philipp Blom, Γερμανού με αγγλοσαξωνική παιδεία και έφεση στο narrative που απλοποιεί πράγματα και καταστάσεις για να δώσει στον αναγνώστη μια συμπυκνωμένη συνοπτική ματιά ευρύτατων υποθέσεων (και να τσιμπήσει κάτι στις πωλήσεις), διαβαίνει από κάμποσες σελίδες η Sophie Volland, ερωμένη και μεγάλος εξωσυζυγικός έρωτας του Denis. Η ιδιαιτερότητα του προσώπου δεν έγκειται τόσο στην ευαισθησία του Diderot (κεράτωνε άλλωστε για χρόνια τη γυναίκα του εξακολουθητικά και χωρίς τύψεις) αλλά στο γεγονός ότι ο λόγος του αποτελεί τη μόνη πηγή για την ύπαρξή της. Προσωπογραφίες της Sophie δεν έχουν σωθεί, τα γράμματά της στον Denis έχουν καταστραφεί, ο ίδιος δεν περιγράφει καν τη μορφή της – με μία εξαίρεση. Στο τέλος κάποιου γράμματός του κάνει μια αναφορά στα γυαλιά που φορούσε για να διαβάζει και στο «λεπτό της χεράκι». Κι αυτό είναι όλο που απομένει στην ιστορία από τη Louise-Henriette Volland, την οποία ο Diderot ήθελε Sophie για τη σοφία του μυαλού της, και από τον καθένα μας, ουσιαστικά: λεπτά χέρια, lovely eyes, τέτοια αποσπάσματα.