Friday, February 23, 2007

Five Years

(Εισερχόμενη κλήση από kukuzelis και xilaren)


1. Κατάλαβα οριστικά ότι τα ράσα δεν κάνουν τον παπά σε νεαρή ηλικία, τις αποκριές που ντύθηκα Superman – αν και ακόμη έχω στο γραφείο μου ένα flyer με τον Clark Kent να βγάζει τα γυαλιά του και να ετοιμάζεται να πράξει τα δέοντα.









2. Στις 15 Δεκεμβρίου 2001 περπατώντας στη Southampton Row στο Bloomsbury πέρασα τα φανάρια όπου κάποια στιγμή το 1933 στάθηκε ο ούγγρος φυσικός Leo Szilard και, σε ένα μικρό βήμα, από το πεζοδρόμιο στο δρόμο, συνέλαβε την ιδέα μιας αλυσιδωτής αντίδρασης. Εγώ πάλι κάθησα στα Starbucks, ήπια έναν εσπρέσο κι έγραψα σε μια φίλη μια κάρτα από πίνακα του Vettriano.








3. Διάβασα για πρώτη φορά το Watchmen του Alan Moore το 1994 καθηλωμένος σε μια πολυθρόνα για ένα οκτάωρο, από τις 6 το απόγευμα ως τις 2 τα ξημερώματα – δεν θυμάμαι αν έφαγα, μάλλον όχι...



4. Έχω δει live τον William Gibson (all dressed in black, a bit aged) να διαβάζει αποσπάσματα από το All tomorrow’s parties – και δεν πήγα να μου το υπογράψει γιατί δεν μου λένε τίποτα τα signings…




5. Ήταν μόνο ένας ξερός όγκος από μάρμαρο, μνημείο για κάτι αρχαίους πεσόντες, που είχαν πέσει μάλιστα πολύ μακριά από την πόλη μας, αλλά αυτό καθόλου δεν μας εμπόδιζε να σκαρφαλώνουμε πάνω του όταν ήμασταν παιδιά. Τώρα είναι μονίμως σκαρφαλωμένοι επάνω του οι τρεις των Ιμίων ίνα πληρωθή το ρηθέν ότι τα συλλογικά πεπρωμένα κάνουν σκόνη τις προσωπικές μνήμες anytime και ότι είχε δίκιο ο Snoopy: “Stupid people, you are parking on my memories”.
(P.S. Να θυμηθώ να στείλω πρόσκληση στη helion και τον diafano...)

Friday, February 16, 2007

"War, children..."


Μετά από τριάντα χρόνια πολεμικού ρεπορτάζ ο Robert Fisk εξακολουθεί να βλέπει εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες που κανείς θα νόμιζε ότι χάνονται πρώτες όταν ο θάνατος καταντά κοινοτοπία. Το βλέμμα του παρατηρεί, πέρα από τις ευρείες πολιτικές πινελιές της Μέσης Ανατολής, ένα παράθυρο, το σχήμα μιας κουφίας, την αιφνίδια αλλαγή μιας έκφρασης, τα δάχτυλα του συνομιλητή του. Από ένα κείμενο 1286 σελίδων, του οποίου τα σημαντικότερα μέρη δεν αποβαίνουν εκείνα όπου περιγράφει την ιστορία εν τη γενέσει της αλλά όσα θυμίζουν ειδήσεις που ξεχάστηκαν (τα 25 δισεκατομμύρια δολάρια με τα οποία χρηματοδότησε το Ιράκ η Σαουδική Αραβία στον πόλεμο με το Ιράν ή η απέλαση 360.000 Παλαιστινίων από το Κουβέιτ μετά την ανάκτησή του), αρκεί μια μικρή εμβληματική εικόνα. Στο χάος των πρώτων ημερών μετά την υποχώρηση από το εμιράτο χιλιάδες κάτοικοι του Κουβέιτ που είχαν απαχθεί από τον ιρακινό στρατό επιστρέφουν. Μεταξύ τους και ένας ταλαιπωρημένος αιγύπτιος δάσκαλος που ζει στο Κουβέιτ επί τριάντα χρόνια. Η κυβέρνηση του αρνείται την είσοδο αναίτια. Άπατρις και άστεγος, παραμένει στη συνοριακή γραμμή, στην έρημο μεταξύ Ιράκ και Κουβέιτ. Αναγκάζεται να στήσει ένα πρόχειρο κατάλυμμα με τα υπολείμματα του προστατευτικού κιγκλιδώματος του αυτοκινητοδρόμου για να προστατευτεί από τη βροχή. Και παρακαλεί καθημερινά τους περαστικούς να μεταφέρουν την ιστορία του στον αιγύπτιο πρέσβη του Κουβέιτ – τείνοντας προς το μέρος τους ένα κομμάτι χαρτί που είχε βρει κάπου στην άμμο.

Thursday, February 8, 2007

[Placebo song]

Βαρύ να βάλουμε στην ίδια πρόταση τα ονόματα των Norman Mailer και Jay McInerney ως ανήκοντων στην ίδιο συγγραφικό ύψος, εκτός αν μιλάμε για τα κοκτέιλ και την αποδοχή τους από το smart set του Μεγάλου Μήλου. Ή για την παράλληλη άφιξη των paperbacks του The Castle in the Forest και του The Good Life. Ενώ ο πρώτος στην προχωρημένη ηλικία των 84 περιπίπτει στην ύβρη να μιλήσει για την παιδική ηλικία του Χίτλερ με φροϋδικά και εκδρομές στον διαβολισμό παράγοντας στην πορεία ένα ενδιαφέρον πορτρέτο του πατέρα του Αδόλφου και ως υποπροϊόν ένα μέτριο μυθιστόρημα, ο δεύτερος στην ώριμη ηλικία των 52 επιλέγει να μας αναδιηγηθεί την ίδια απλή ιστορία που μας είχε πει στο Brightness Falls του 1992. Τα συστατικά είναι λίγα, οι ήρωες γνωστοί, το twist είναι στο φόντο: το New York angst χάνεται κάπου στο περιθώριο της όρασης, όπου περνάει φευγαλέα η 9/11, όπως ακριβώς θα έπρεπε για να αναδειχθεί η παράξενη αίσθηση όλων όσοι ένιωσαν να περνά ξυστά μια καταστροφή – και να χτυπά κάπου δίπλα. Παραδόξως, το brief encounter του McInerney δεν αντέχει απλώς αλλά γοητεύει, ενδεχομένως επειδή αγαπάει τους χαρακτήρες του, ενδεχομένως επειδή οι μορφές αγάπης των χαρακτήρων του μοιάζουν κοντινές και οικείες, ενδεχομένως επειδή τις επενδύει με ένα bitter end συνεπές με τους ίδιους, την πρότερη εκδοχή τους και τις ενοχές της ηλικίας των early 40s.